Cocktail blog

Συντομογραφίες-Λεξικό της κοινής νεοελληνικής




Πίνακας συντομογραφιών
αγγλ.αγγλικόςαρχαιολ.αρχαιολογία
αεροναυτ.αεροναυτικήαρχιτ.αρχιτεκτονικός
αθλ.αθλητικόςαστρολ.αστρολογία
αιγυπτ.αιγυπτιακόςαστρον.αστρονομία
αιτ.αιτιατικήαστροναυτ.αστροναυτική
αιτιολ.αιτιολογικόςάτ.άτονος
άκλ.άκλιτοςαττ.αττικός
αλβ.αλβανικόςαυτοπ.αυτοπαθής
αλλ.αλλαγήαφηρ.αφηρημένος
αναδαν.αναδανεισμόςαφομ.αφομοίωση, αφομοιωτικός
αναδιπλ.αναδιπλασιασμόςάψ.άψυχος
αναδρ.αναδρομικόςβεβ.βεβαιωτικός
αναλ.αναλογία, αναλογικόςβεν.βενετικός
ανάλ.ανάλυσηβιολ.βιολογία
ανάπτ.ανάπτυξηβιοχημ.βιοχημεία
ανασυλλ.ανασυλλαβισμόςβλ.βλέπε
ανατ.ανατομία, ανατομικόςβλάχ.βλάχικος
ανατολ.ανατολικόςβόρ.βόρειος
αναφ.αναφορικόςβοτ.βοτανική
άνθρ.άνθρωποςβουλγ.βουλγαρικός
ανθρωπολ.ανθρωπολογίαγαλλ.γαλλικός
ανθρωπων.ανθρωπωνύμιογεν.γενική
ανομ.ανομοίωση, ανομοιωτικόςγενικότ.γενικότερα
αντ., ΑΝΤαντίθετοςγενοβ.γενοβέζικος
αντδ.αντιδάνειογερμ.γερμανικός
αντιθ.αντιθετικόςγεωγρ.γεωγραφία
αντικ.αντικείμενογεωλ.γεωλογία
αντιμετάθ.αντιμετάθεσηγεωμ.γεωμετρία
αντων.αντωνυμίαγεωπ.γεωπονία
αόρ., αορ.αόριστος, αορίστου, αοριστικόςγλ.γλώσσα
απαρέμφ.απαρέμφατογλυπτ.γλυπτική
απαρχ.απαρχαιωμένοςγλωσσ.γλωσσολογία
απλολ.απλολογίαγνωμ.γνωμικό
απλοπ.απλοποίησηγραμμ.γραμματική
αποβ.αποβολήγυμν.γυμναστική
απόδ.απόδοσηδαν.δανεισμός
αποηχηροπ.αποηχηροποίησηδεικτ.δεικτικός
αποθ.αποθετικόςδηλ.δηλαδή
απόλ.απόλυτοςδημοτ.δημοτική
απρόσ.απρόσωποςδιάκρ.διάκριση
αραβ.αραβικόςδιάλ.διάλεκτος
αραμ.αραμαϊκόςδιαλεκτ.διαλεκτικός
άρθρ.άρθρωσηδιάσπ.διάσπαση
αριθμτ.αριθμητικόδιαφ.διαφορετικός
αρκτικόλ.αρκτικόλεξοδιαχ.διαχωριστικός
αρμεν.αρμενικόςδιεθ.διεθνισμός
άρν .άρνησηδίκ.δίκαιο
αρνητ.αρνητικόςδιστ.διστακτικός
αρσ.αρσενικόςδίφθ.δίφθογγος
αρχ.αρχαίοςδιφθογγοπ.διφθογγοποίηση
δοτ.δοτικήινδ.ινδικός
δωρ.δωρικόςισπαν.ισπανικός
εβρ.εβραϊκόςιστ.ιστορία, ιστορικός
εθν.εθνικόςισχυροπ.ισχυροποίηση
εθνολ.εθνολογίαιταλ.ιταλικός
ειδ.ειδικόςιων.ιωνικός
ειδικότ.ειδικότερακ.ά.και άλλα
ειρ.ειρωνικόςκατάλ.κατάληξη
εκ.εκατοστόκατατ.κατατεθέν
εκκλ.εκκλησιαστικόςΚ.Δ.Καινή Διαθήκη
έκφρ.έκφρασηκ.ε.και εξής
ελλην.ελληνικόςκινημ.κινηματογράφος
ελνστ.ελληνιστικόςκλητ.κλητική
έμψ.έμψυχοςκλιτ.κλιτικός
εν.ενικόςκοινων.κοινωνιολογία
εναλλ.εναλλαγήκ.ο.κ.και ούτω καθεξής
ενεργ.ενεργητικόςκπ.κάποιο( ν )
ενεστ.ενεστώτας, ενεστωτικόςκτ.κάτι
ενν.εννοείταικτγ.κατηγορούμενο
εξακολ.εξακολουθητικόςκτητ.κτητικός
εξέλ.εξέλιξηκτλ.και τα λοιπά
εξομάλ.εξομάλυνσηκυρ.κυρίως
επαγγελμ.επαγγελματικόςκύρ.κύριος
επανάλ.επανάληψηκυριολ.κυριολεκτικός
επέκτ.επέκτασηλ.λέξη, λήμμα
επίδρ.επίδρασηλαϊκ.λαϊκός
επίθ., επιθ.επίθετο, επιθέτου, επιθετικόςλαϊκότρ.λαϊκότροπος
επίρρ., επιρρ.επίρρημα, επιρρήματος,λαογρ.λαογραφία
 επιρρηματικόςλατ.λατινικός
ΕΠΙΡΡεπίρρημα, επιρρηματικόςλογ.λογική
επίσ.επίσημοςλόγ.λόγιος
επιστ.επιστημονικόςλογιστ.λογιστική
επιτατ.επιτατικόςλογοτ.λογοτεχνικός
επιφ.επιφώνημα, επιφωνηματικόςμαγειρ.μαγειρική
επών.επώνυμομαθημ.μαθηματικά
ερρινοπ.ερρινοποίησημεγεθ.μεγεθυντικός
ερωτ.ερωτηματικόςμεε.μετοχή ενεργητικού ενεστώτα
ετυμ.ετυμολογία, ετυμολογικόςμειωτ.μειωτικός
ευφ.ευφημισμός, ευφημιστικόςμέλλ.μέλλοντας
ζωγρ.ζωγραφικήμεσοφ.μεσοφωνηεντικός
ζωολ.ζωολογίαμετάθ.μετάθεση
ηθ.ηθικήμετακ.μετακίνηση
ηλεκτρολ.ηλεκτρολογίαμεταπλ.μεταπλασμός
ηλεκτρον.ηλεκτρονικήμεταρ.μεταρηματικός
ημίφ., ημιφ.ημίφωνο, ημιφώνουμετεπιθ.μετεπιθετικός
ηχ.ηχηρόςμετεπιρρ.μετεπιρρηματικός
ηχηρ.ηχηρότηταμετεωρ.μετεωρολογία
ηχηροπ.ηχηροποίησημετον.μετονοματικος
ηχομιμ.ηχομιμητικόςμετουσ.μετουσιαστικός
θ.θέμαμετρ.μετρική
θέατρ.θέατρομηχ.μηχανική
θεολ.θεολογίαμηχανολ.μηχανολογία
θετ.θετικόςμορφολ.μορφολογικός
θηλ.θηλυκόςμουσ.μουσική
θρησκειολ.θρησκειολογίαμπε.μετοχή παθητικού ενεστώτα
ιαπων.ιαπωνικόςμππ.μετοχή παθητικού παρακειμένου
ιατρ.ιατρικόςμσν.μεσαιωνικός
ιδ.ιδίωςμσνλατ.μεσαιωνικό λατινικό
ίδ.ίδιοςμτφ.μεταφορικός
μτφρδ.μεταφραστικό δάνειοπροπαραλ.προπαραλήγουσα
μτχ.μετοχήπρόσ., προσ.πρόσωπο, προσώπου, προσωπικός
μυθ.μυθολογίαπροσαρμ.προσαρμογή
μ.Χ.μετά Χριστόνπροστ.προστακτική
ναυτ.ναυτικόςπροσφών.προσφώνηση
νεοελλ.νεοελληνικόςπρότ.πρόταση
νεολ.νεολογισμόςπροτακτ.προτακτικός
νεότ.νεότεροςπροχωρ.προχωρητικός
νλατ.νεολατινικόςπροφ.προφορά, προφορικός
νομ.νομικήπρτ.παρατατικός
νότ.νότιοςπτ.πτώση
οικ.οικείοςπ.χ.παραδείγματος χάριν
οικοδ.οικοδομικήπ.Χ.προ Χριστού
οικολ.οικολογίαρ.ρήμα
οικον.οικονομίαραπτ.ραπτική
ολλανδ.ολλανδικόςρηματ.ρηματικός
όμ.όμοιοςρητορ.ρητορικός
όν., ον.όνομα, ονόματοςριν.ρινικός
ονομ.ονομαστικήρουμ.ρουμανικός
οπτ.οπτικήρωσ.ρωσικός
ορθογρ.ορθογραφία, ορθογραφικόςσανσκρ.σανσκριτικός
οριστ.οριστική, οριστικόςσελ.σελίδα
ορυκτ.ορυκτολογίασημ.σημασία
ουδ.ουδέτεροσημασιολ.σημασιολογικός
ουσ.ουσιαστικόσημδ.σημασιολογικό δάνειο
ουσιαστικοπ.ουσιαστικοποιημένος,σημερ.σημερινός
ουσιαστικοποίησησημιτ.σημιτικός 
παθ.παθητικόςσκωπτ.σκωπτικός
παιδ.παιδικόςσλαβ.σλαβικός
παλ.παλαιόςσπάν.σπάνιος
παλαιοντ.παλαιοντολογίασπανιότ.σπανιότερα
παλαιότ.παλαιότεροςστατ.στατιστικός
ΠΑΡπαροιμίαστερ.στερητικός
παράγ.παράγωγοςστιγμ.στιγμιαίος
παραλ.παραλήγουσαστρατ.στρατιωτικός
παράλ.παράλειψησυγγ.συγγενής
παράλλ.παράλληλοςσυγκ.συγκοπή
ΠΑΡ έκφρ.παροιμιακή έκφρασησυγκρ.συγκριτικός
παρετυμ.παρετυμολογία, παρετυμολογικόςσύγκρ.σύγκρινε
ΠΑΡ ΦΡπαροιμιακή φράσησυμπερ.συμπερασματικός
παρωχ.παρωχημένοςσύμπλ., συμπλ.σύμπλεγμα, συμπλέγματος
πατριδων.πατριδωνυμικόςσυμπλεκτ.συμπλεκτικός
Π.Δ.Παλαιά Διαθήκησυμπροφ.συμπροφορά
περιλ.περιληπτικόςσύμπτ.σύμπτωση
περσ.περσικόςσύμφ., συμφ.σύμφωνο, συμφώνου, συμφωνικός
πληθ.πληθυντικόςσυμφυρ.συμφυρμός
πληροφ.πληροφορικήσυν., ΣΥΝσυνώνυμος
ποδ.ποδόσφαιροσυναίρ.συναίρεση
ποιητ.ποιητικόςσυναισθ.συναισθηματικά φορτισμένη λέξη
πολ.πολιτικήσύνδ., συνδ.σύνδεσμος, συνδέσμου
πολλαπλ.πολλαπλασιαστικόςσυνεκδ.συνεκδοχικός
πορτογαλ.πορτογαλικόςσυνήθ.συνήθως
ποσ.ποσοτικόςσυνηρ.συνηρημένος
πρβ.παράβαλεσυνθ.συνθετικό
πργ.πράγμασύνθ.σύνθετος, σύνθεση
πρκ.παρακείμενοςσυνίζ.συνίζηση
προέλ.προέλευσησυνοπτ.συνοπτικός
προηγ.προηγούμενοςσυντ.συντακτικός
πρόθ.πρόθεσησύντ.σύνταξη
συντελ.συντελεσμένοςΥΠΟΚΟΡυποκοριστικό
σύντμ.σύντμησηυπόλ.υπόλοιπος
συντομογρ.συντομογραφίαυποτ.υποτακτική
σχ.σχήμαυποχωρ.υποχωρητικός
σχημ.σχηματισμόςυστλατ.υστερολατινικός
τ.τύποςφαρμ.φαρμακολογία
τακτ.τακτικόςφιλολ.φιλολογία, φιλολογικός
τελ.τελικόςφιλοσ.φιλοσοφία, φιλοσοφικός
τεχν.τεχνικόςφιλοτ.φιλοτελισμός
τεχνολ.τεχνολογίαφοινικ.φοινικικός
τηλεόρ.τηλεόρασηφρ., ΦΡφράση
τ.μ.τετραγωνικά μέτραφυσ.φυσική
τον .τονισμόςφυσιολ.φυσιολογία
τοπ.τοπικόςφων.φωνήεν
τοπων.τοπωνύμιοφωνηεντ.φωνηεντικός
τοσκ.τοσκανικόςφωνητ.φωνητική
τουρκ.τουρκικόςφωνολ.φωνολογία
τροπ.τροπικόςφωτογρ.φωτογραφία
τροποπ.τροποποίησηχασμ.χασμωδία
τσιγγ.τσιγγάνικοςχγφ.χειρόγραφο
τυπ.τυπογραφίαχειλ.χειλικός
υβρ.υβριστικόςχημ.χημεία, χημικός
υπ.υποκείμενοχλευ.χλευαστικός
υπερ.υπερωικόςχρ.χρήση
υπερθ.υπερθετικόςχρον.χρονικός
υπερσ.υπερσυντέλικοςψυχ.ψυχολογία
υποθ.υποθετικόςψυχαν.ψυχανάλυση
υποκορ.υποκοριστικόψυχιατρ.ψυχιατρική
Πίνακας συμβόλων
Στο ερμηνευτικό τμήμα του λήμματος:Στο ετυμολογικό τμήμα του λήμματος:
& συνδέει τους δεύτερους τύπους ενός λήμματος ή υπολήμματος με τον κύριο τύπο[ ] περικλείουν όλο το ετυμολογικό τμήμα ενός λήμματος
[ ] περικλείουν την προφορά μιας λέξης(άνω τελεία) διαχωρίζει τις ετυμολογίες διάφορων λέξεων, σημασιών ή τύπων
: εισάγει στο σημασιολογικό τμήμα ενός λήμματος( ) περικλείουν το μέρος της λέξης που δεν χρησιμεύει ως βάση της νέας παραγωγής
~ αντικαθιστά τον ακριβή κύριο τύπο του λήμματος ή του υπολήμματος στα παραδείγματα> δηλώνει ότι η λέξη που βρίσκεται δεξιά του προέρχεται από τη λέξη που βρίσκεται αριστερά του
D εισάγει υπολήμματα που δεν καταχωρίζονται ως ξεχωριστά λήμματα< δηλώνει ότι η λέξη που βρίσκεται αριστερά του προέρχεται από τη λέξη που βρίσκεται δεξιά του
|| χωρίζει σημασίες ή παραδείγματα και δηλώνει επέκταση ή μικρή διαφοροποίηση+ ενώνει τα συνθετικά μέρη μιας σύνθετης λέξης
/ χωρίζει καταλήξεις και συσσωρευμένα παραδείγματα- δηλώνει ότι αναγράφεται μόνο το θέμα μιας λέξης ή μόνο κάποιο παράθημα (πρόθημα ή επίθημα)
* παραπέμπει για ανάλυση σε άλλο λήμμα* δηλώνει ότι ο τύπος που ακολουθεί είναι υποθετικός
-> παραπέμπει σε άλλο λήμμα' ' περικλείουν μεταφράσματα
greek-language.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: