Το τηλεκατευθυνόμενο υποβρύχιο ανασύρει μεγάλα κομμάτια σχεδόν καθαρού μετάλλου από νερά βάθους 1.700 μέτρων έξω από τις βόρειες ακτές της Παπούα Νέας Γουινέας. Σχεδόν το ένα τέταρτο του κάθε κομματιού –βάρους περίπου δύο κιλών– είναι καθαρός ψευδάργυρος, ενώ το 11% είναι χαλκός. Μερικά κομμάτια περιέχουν αρκετά γραμμάρια ασήμι, ενώ διόλου ευκαταφρόνητες ποσότητες χρυσού υπάρχουν επίσης στο πέτρωμα.Και μόνο τα κοιτάσματα χρυσού ήταν αρκετά για να παρακινήσουν μία από τις μεγαλύτερες εταιρίες εξόρυξης χρυσού στον κόσμο, την Barrick Gold Corporation, να επενδύσει μέσα στα επόμενα χρόνια πάνω από 20 εκατομμύρια ευρώ για να θέσει σε λειτουργία τα πρώτα υποθαλάσσια ορυχεία ανοιχτής θαλάσσης.
Oπως ακριβώς και στη στεριά, φλέβες μεταλλευμάτων εκτείνονται στο βραχώδες υπέδαφος του πυθμένα, αλλά εξαιτίας της δυσκολίας στην πρόσβαση μόνο σπάνια γίνεται εκμετάλλευσή τους, και πάλι πρόκειται για κοιτάσματα κοντά στις ακτές και σε βάθος 100-200 μέτρων. Για να είναι επικερδής η εξόρυξη σε μεγάλα βάθη, τα κοιτάσματα θα πρέπει να είναι συγκεντρωμένα σε πολύ μικρές ζώνες στα ανώτερα στρώματα του υπεδάφους, κοντά στον πυθμένα, ώστε οι εκσκαφές και οι γεωτρήσεις –υπό αυτές τις δύσκολες συνθήκες– να είναι μειωμένες στο ελάχιστο. Σημαντικό είναι, επίσης, να μη χρειάζεται να ανασυρθούν μεγάλες ποσότητες πετρωμάτων από μεγάλα βάθη για περαιτέρω επεξεργασία.
Οι «μαύρες καμινάδες»
Η πιθανότητα ύπαρξης τέτοιων συγκεντρώσεων μεταλλευμάτων έμοιαζε με άπιαστο όνειρο, αλλά το 1977, όταν ανακαλύφθηκε η πρώτη «μαύρη καμινάδα» στα νησιά Γκαλάπαγκος, το όνειρο βγήκε αληθινό. Οι μαύρες καμινάδες είναι υποθαλάσσιες υδροθερμικές πηγές, που απαντώνται σε περιοχές με ηφαιστειακή δραστηριότητα, όπου το ρευστό μάγμα από το εσωτερικό της γης βρίσκεται κοντά στο φλοιό. Το ζεστό νερό των υδροθερμικών πηγών διαλύει ορυκτά από το υπέδαφος, αλλά όταν χύνεται στο παγωμένο νερό των ωκεανών, το υλικό διασπείρεται υπό τη μορφή μαύρου καπνού γεμάτου θειούχες ενώσεις.
Πολλές φορές, τα σωματίδια των μετάλλων που υπάρχουν στο μαύρο καπνό μεταφέρονται μακριά λόγω των υπόγειων ρευμάτων, αλλά ένα μέρος τους επικάθεται στο βυθό κοντά στις μαύρες καμινάδες και έτσι με τον καιρό σχηματίζει εκεί μια στρώση πάχους πολλών μέτρων. Ορισμένα από τα σωματίδια επικάθονται στο άνοιγμα της υδροθερμικής πηγής και σιγά σιγά σχηματίζουν κάτι που θυμίζει καμινάδα, απ' όπου βγαίνει ο καπνός. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο οι σχηματισμοί αυτοί αποκαλούνται «μαύρες καμινάδες» – «black smokers» στα αγγλικά. Μέσα από όλες αυτές τις διαδικασίες, με τον καιρό δημιουργείται μια περιοχή πλάτους αρκετών εκατοντάδων μέτρων, στην οποία υπάρχουν μεγάλες συγκεντρώσεις διαφόρων μέταλλων και των χημικών τους ενώσεων σε ξεχωριστές ζώνες και στρώσεις.
Είναι σχεδόν αδύνατο να υπολογίσει κανείς με ακρίβεια την ποσότητα των μεταλλευμάτων που υπάρχουν γύρω από κάθε καμινάδα, αλλά κυμαίνεται από 1.000 μέχρι 1.000.000 τόνους. Παρ' όλο που οι ποσότητες αυτές είναι μικρότερες συγκριτικά με τα περισσότερα χερσαία ορυχεία, η εκμετάλλευσή τους θα μπορούσε να αποβεί κερδοφόρα. Κι αυτό γιατί τα ορυκτά βρίσκονται το πολύ 50 μέτρα κάτω από τον πυθμένα και είναι συγκεντρωμένα σε κοιτάσματα που εκτείνονται λίγες εκατοντάδες μέτρα προς κάθε κατεύθυνση.
Η αξία των κοιτασμάτων
Η καναδική Barrick Gold Corporation συνεργάζεται με την επίσης καναδική Nautilus Minerals, που ειδικεύεται στην έρευνα για κοιτάσματα μεταλλευμάτων στην ανοικτή θάλασσα. Η εταιρία εξασφάλισε την άδεια εκμετάλλευσης του βυθού γύρω από την Παπούα Νέα Γουινέα και οι έρευνες που έχουν γίνει μέχρι σήμερα δείχνουν ότι μόνο τα κοιτάσματα χαλκού υπερβαίνουν τα δύο εκατομμύρια τόνους. Με την τιμή του χαλκού γύρω στα 4.000 ευρώ τον τόνο, η αξία των κοιτασμάτων ανέρχεται ούτε λίγο ούτε πολύ σε 8 δισεκατομμύρια ευρώ περίπου, χωρίς καν να ληφθούν υπόψη τα άλλα μέταλλα. Και παρ' όλο που ο βυθός της περιοχής περιέχει «μόνο» 0,001% χρυσό, η συνολική ποσότητα χρυσού δεν αποκλείεται να φτάνει τους 100 τόνους, αξίας περίπου ενός δισεκατομμυρίου ευρώ.
Συνέπειες για την πανίδα
Οι οικολογικές οργανώσεις ανησυχούν ότι η εκμετάλλευση των πλούσιων κοιτασμάτων γύρω από τις μαύρες καμινάδες θα καταστρέψει ευαίσθητα οικοσυστήματα, καθώς πολλά βακτήρια έχουν προσαρμοστεί στο εξαιρετικά ζεστό νερό και στις θειούχες ενώσεις του καπνού των καμινάδων, από τις οποίες και τρέφονται. Τα θερμόφιλα βακτήρια επιβιώνουν χάρη στη χημική ενέργεια των ορυκτών και, καθώς από αυτά τα βακτήρια τρέφονται άλλα ζώα, αποτελούν τη βάση ενός οικοσυστήματος με μοναδική ποικιλία σπάνιων ειδών – συγκριτικά με το σχετικά φτωχό βυθό της βαθιάς θάλασσας. Γύρω από τις καμινάδες ζουν πολύχαιτοι δακτυλιοσκώληκες, μαλάκια, γαρίδες, καραβίδες και ψάρια, και όλα αυτά τα ζώα κινδυνεύουν από την ψιλή σκόνη που θα σηκώνει η εξόρυξη. Η σκόνη προέρχεται εν μέρει από τη διαδικασία θρυμματισμού του βραχώδους υποστρώματος και εν μέρει από το ίδιο το χώμα του βυθού. Τα βράγχια των θαλάσσιων ζώων φράζουν από την ψιλή σκόνη, η οποία, σύμφωνα με ορισμένες έρευνες, ενδέχεται στην πράξη να εξαλείψει κάθε ζωή στην περιοχή. Οι εταιρίες εξόρυξης απαντούν ότι ακόμη κι αν εξαλειφθεί κάθε ζωή γύρω από μια μαύρη καμινάδα, η οικολογική καταστροφή θα είναι προσωρινή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου