Έρευνα για λογαριασμό της πολιτειακής κυβέρνησης στη Μασαχουσέτη δείχνει να επιβεβαιώνει τις υποψίες για αύξηση της δόσης νικοτίνης σε πολλές μάρκες τσιγάρων -μια αύξηση που δυνητικά καθιστά το κάπνισμα και πιο εθιστικό.
Η μελέτη, η οποία δημοσιεύεται online στην επιθεώρηση Νicotine and Tobacco Research, αφορά μόνο ορισμένες από τις μάρκες τσιγάρων που κυκλοφορούν στην αμερικανική αγορά. Τα ευρήματα, ωστόσο, ίσως είναι ενδεικτικά των τάσεων και σε άλλες αγορές.
Οι ερευνητές του πολιτειακού υπουργείου Δημόσιας Υγείας της Μασαχουσέτης και του Πανεπιστημίου της Μασαχουσέτης υπέβαλαν σε στατιστική ανάλυση τα δεδομένα που υποχρεούνται να υποβάλλουν οι καπνοβιομηχανίες για τη συγκέντρωση νικοτίνης στα προϊόντα της.
Η ανάλυση έδειξε ότι η ολική ποσότητα νικοτίνης στα τσιγάρα έμεινε σχεδόν σταθερή το διάστημα που κάλυψε η μελέτη, από το 1997 μέχρι το 2011. Αυτό που άλλαξε όμως είναι η δόση που παίρνει ο καπνιστής από κάθε τσιγάρο, η οποία αυξήθηκε κατά περίπου 15%: από τα 1,65 milligram ανά τσιγάρο το 1999 στα 1,89 mg ανά τσιγάρο το 2011.
Όπως εξήγησε στην εφημερίδα Boston Globe ο Δρ Τόμας Λαντ, πρώτος συγγραφέας της δημοσίευσης, η αύξηση της δόσης θα μπορούσε να οφείλεται στον επανασχεδιασμό των τσιγάρων, για παράδειγμα στη χρήση διαφορετικών φίλτρων ή την αύξηση του μήκους των τσιγάρων.
«Ίσως είναι πιο εύκολο για τους νέους να εθιστούν στο τσιγάρι με τις πρώτες λίγες φορές που θα το δοκιμάσουν» δήλωσε ο Δρ Λαντ.
Η έρευνα καλύπτει τα προϊόντα τεσσάρων εταιρειών -RJ Reynolds, Β&W (σήμερα ανήκει στην RJ Reynolds), Philip Morris και Lorillard- και εξετάζει μετρήσεις της νικοτίνης από πειράματα σε μηχανές καπνίσματος. Μόνο μία εταιρεία, η Lorrillard, έχει μειώσει τη δόση νικοτίνης στα τσιγάρα της, ενώ σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις καταγράφηκε αύξηση.
Για τα ευρήματα της μελέτης δεν υπήρξαν σχόλια των εταιρειών. Οι καπνοβιομηχανίες όμως έχουν υποστηρίξει στο παρελθόν ότι τυχόν αυξήσεις της νικοτίνης οφείλονται σε αυξομειώσεις των βροχοπτώσεων και σε άλλους παράγοντες που επηρεάζουν τη σοδειά.
Οι ερευνητές όμως διαψεύδουν αυτόν τον ισχυρισμό: η αύξηση στη δόση νικοτίνης στα τσιγάρα δεν βρέθηκε να συνδέεται με μεταβολές της ολικής ποσότητας νικοτίνης και πρέπει επομένως να οφείλεται σε διαφορετικό σχεδιασμό των τσιγάρων.
Επιπλέον, αν η αύξηση της δόσης οφειλόταν στον καιρό, η δόση θα έπρεπε να είχε καταγραφεί σε όλες ανεξαιρέτως τις μάρκες, καθώς όλες οι καπνοβιομηχανίες συνήθως αγοράζουν καπνό από τις ίδιες περιοχές.
Τα ευρήματα της μελέτης, εξάλλου, βρίσκονται σε συμφωνία με έρευνα της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Χάρβαρντ το 2007, η οποία διαπίστωνε ότι η δόση νικοτίνης στα τσιγάρα αυξήθηκε κατά σχεδόν 11% το διάστημα 1997-2005.
Στις ΗΠΑ, τα τσιγάρα πέρασαν το 2009 υπό τον έλεγχο της Υπηρεσίας Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA), η οποία μέχρι στιγμής δεν έχει επιβάλλει ανώτατα όρια στην ολική ποσότητα νικοτίνης και τη δόση ανά τσιγάρο.Newsroom ΔΟΛ
Η μελέτη, η οποία δημοσιεύεται online στην επιθεώρηση Νicotine and Tobacco Research, αφορά μόνο ορισμένες από τις μάρκες τσιγάρων που κυκλοφορούν στην αμερικανική αγορά. Τα ευρήματα, ωστόσο, ίσως είναι ενδεικτικά των τάσεων και σε άλλες αγορές.
Οι ερευνητές του πολιτειακού υπουργείου Δημόσιας Υγείας της Μασαχουσέτης και του Πανεπιστημίου της Μασαχουσέτης υπέβαλαν σε στατιστική ανάλυση τα δεδομένα που υποχρεούνται να υποβάλλουν οι καπνοβιομηχανίες για τη συγκέντρωση νικοτίνης στα προϊόντα της.
Η ανάλυση έδειξε ότι η ολική ποσότητα νικοτίνης στα τσιγάρα έμεινε σχεδόν σταθερή το διάστημα που κάλυψε η μελέτη, από το 1997 μέχρι το 2011. Αυτό που άλλαξε όμως είναι η δόση που παίρνει ο καπνιστής από κάθε τσιγάρο, η οποία αυξήθηκε κατά περίπου 15%: από τα 1,65 milligram ανά τσιγάρο το 1999 στα 1,89 mg ανά τσιγάρο το 2011.
Όπως εξήγησε στην εφημερίδα Boston Globe ο Δρ Τόμας Λαντ, πρώτος συγγραφέας της δημοσίευσης, η αύξηση της δόσης θα μπορούσε να οφείλεται στον επανασχεδιασμό των τσιγάρων, για παράδειγμα στη χρήση διαφορετικών φίλτρων ή την αύξηση του μήκους των τσιγάρων.
«Ίσως είναι πιο εύκολο για τους νέους να εθιστούν στο τσιγάρι με τις πρώτες λίγες φορές που θα το δοκιμάσουν» δήλωσε ο Δρ Λαντ.
Η έρευνα καλύπτει τα προϊόντα τεσσάρων εταιρειών -RJ Reynolds, Β&W (σήμερα ανήκει στην RJ Reynolds), Philip Morris και Lorillard- και εξετάζει μετρήσεις της νικοτίνης από πειράματα σε μηχανές καπνίσματος. Μόνο μία εταιρεία, η Lorrillard, έχει μειώσει τη δόση νικοτίνης στα τσιγάρα της, ενώ σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις καταγράφηκε αύξηση.
Για τα ευρήματα της μελέτης δεν υπήρξαν σχόλια των εταιρειών. Οι καπνοβιομηχανίες όμως έχουν υποστηρίξει στο παρελθόν ότι τυχόν αυξήσεις της νικοτίνης οφείλονται σε αυξομειώσεις των βροχοπτώσεων και σε άλλους παράγοντες που επηρεάζουν τη σοδειά.
Οι ερευνητές όμως διαψεύδουν αυτόν τον ισχυρισμό: η αύξηση στη δόση νικοτίνης στα τσιγάρα δεν βρέθηκε να συνδέεται με μεταβολές της ολικής ποσότητας νικοτίνης και πρέπει επομένως να οφείλεται σε διαφορετικό σχεδιασμό των τσιγάρων.
Επιπλέον, αν η αύξηση της δόσης οφειλόταν στον καιρό, η δόση θα έπρεπε να είχε καταγραφεί σε όλες ανεξαιρέτως τις μάρκες, καθώς όλες οι καπνοβιομηχανίες συνήθως αγοράζουν καπνό από τις ίδιες περιοχές.
Τα ευρήματα της μελέτης, εξάλλου, βρίσκονται σε συμφωνία με έρευνα της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Χάρβαρντ το 2007, η οποία διαπίστωνε ότι η δόση νικοτίνης στα τσιγάρα αυξήθηκε κατά σχεδόν 11% το διάστημα 1997-2005.
Στις ΗΠΑ, τα τσιγάρα πέρασαν το 2009 υπό τον έλεγχο της Υπηρεσίας Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA), η οποία μέχρι στιγμής δεν έχει επιβάλλει ανώτατα όρια στην ολική ποσότητα νικοτίνης και τη δόση ανά τσιγάρο.Newsroom ΔΟΛ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου