Ο Σίγκμουντ Φρόιντ αποκαλούσε το φαινόμενο «αμνησία της παιδικής ηλικίας»: Τα μωρά χρησιμοποιούν μεν τη μνήμη τους για να μάθουν τον κόσμο που τα περιβάλλει, όταν μεγαλώσουν όμως παύουν να θυμούνται γεγονότα που είχαν συμβεί πριν από τα τρία τους χρόνια. Αμερικανοί ψυχολόγοι διαπιστώνουν τώρα ότι αυτές οι πρώτες αναμνήσεις αρχίζουν να ξεθωριάζουν στην ηλικία των επτά.
Σε αντίθεση με προηγούμενες μελέτες για το θέμα, οι οποίες βασίζονταν σε συνεντεύξεις ενήλικων εθελοντών που προσπαθούσαν να ανακαλέσουν παλιές αναμνήσεις, η νέα έρευνα στο Πανεπιστημιο Έμορι της Ατλάντα είναι η πρώτη που παρακολουθεί παιδιά από τα τρία μέχρι τα εννιά τους χρόνια.
«Η μελέτη μας είναι η πρώτη εμπειρική παρατήρηση της εμφάνισης της παιδικής αμνησίας» λέει η Πατρίσια Μπάουερ, επικεφαλής της μελέτης στην επιθεώρηση Memory. «Καταγράψαμε τις αναμνήσεις των παιδιών και τα παρακολουθήσαμε για χρόνια προκειμένου να διαπιστώσουμε πότε έχασαν αυτές τις αναμνήσεις» εξηγεί.
Στο πλαίσιο της ψυχαναλυτικής θεωρίας του, ο Σίγκμουντ Φρόιντ πρότεινε την όρο «αμνησία της παιδικής ηλικίας» και πρότεινε μια αμφιλεγόμενη εξήγηση, σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι απωθούν τις πρώτες αναμνήσεις τους λόγω της ανάρμοστης σεξουαλικής φύσης αυτών των αναμνήσεων.
Η υπόθεση του Φρόιντ μένει ωστόσο αναπόδεικτη και, όπως επισημαίνουν οι ερευνητές, τα τελευταία χρόνια συσσωρεύονται ενδείξεις ότι τα βρέφη βασίζονται μεν στη μνήμη για να μάθουν τη γλώσσα και τον κόσμο γύρω τους, δεν έχουν όμως αναπτύξει τα νευρικά δίκτυα που απαιτούνται για το σχηματισμό και την αποθήκευση πιο περίπλοκων αναμνήσεων.
Η τελευταία μελέτη εξετάζει τη λεγόμενη επεισοδιακή ή αυτοβιογραφική μνήμη, η οποία αφορά τις αναμνήσεις προηγούμενων γεγονότων.
Το πείραμα ξεκίνησε με τη συμμετοχή 83 νηπίων ηλικίας τριών ετών, τα οποία ηχογραφήθηκαν να απαντούν σε ερωτήσεις της μητέρας ή του πατέρα τους για εμπειρίες που είχαν το προηγούμενο διάστημα. Για παράδειγμα, μια μητέρα μπορούσε να ρωτήσει «Θυμάσαι που πήγαμε στο τάδε μαγαζί για τα γενέθλιά σου; Εσύ έφαγες πίτσα, σωστά;».
Καθένα από τα παιδιά της μελέτης κλήθηκε να ανακαλέσει αυτές τις αναμνήσεις όταν επανεξετάστηκε από τους ερευνητές μερικά χρόνια αργότερα, σε ηλικία από πέντε έως εννέα ετών.
Η ανάλυση των απαντήσεων έδειξε ότι τα μεγαλύτερα παιδιά δίνουν μεν πιο πλούσιες περιγραφές των αναμνήσεών τους, διατηρούν όμως λιγότερες από τις πρώτες αναμνήσεις τους.
Συγκεκριμένα, τα παιδιά 5 και 6 ετών ανακαλούσαν το 63 με 72 τοις εκατό των αρχικών αναμνήσεων, ποσοστό που έπεφτε στο 35% μέχρι την ηλικία των οκτώ ετών.
Η μελέτη δίνει μεν το ηλικιακό όριο στο οποίο οι αναμνήσεις αρχίζουν να ξεθωριάζουν, δεν εξηγεί όμως το μηχανισμό αυτής της «αμνησίας».
Σύμφωνα όμως με την Μπάουερ, το πιθανότερο είναι ότι τα παιδιά απλά ξεχνούν ταχύτερα επειδή δεν έχουν αναπτύξει τις νευρικές διαδικασίες που συγκεντρώνουν τις πληροφορίες μιας ανάμνησης.
Για να αναπτύξει κανείς μια αποτελεσματική αυτοβιογραφική μνήμη, λέει η ερευνήτρια, «πρέπει κανείς να μάθει να χρησιμοποιεί ημερολόγιο και να κατανοεί τι σημαίνουν οι μήνες και οι μέρες της εβδομάδας».
«Πρέπει επίσης να έχει αναπτύξει την αίσθηση του εαυτού του και να κατανοήσει ότι η οπτική του γωνία είναι διαφορετική από ό,τι άλλων ανθρώπων».
Σε αντίθεση με προηγούμενες μελέτες για το θέμα, οι οποίες βασίζονταν σε συνεντεύξεις ενήλικων εθελοντών που προσπαθούσαν να ανακαλέσουν παλιές αναμνήσεις, η νέα έρευνα στο Πανεπιστημιο Έμορι της Ατλάντα είναι η πρώτη που παρακολουθεί παιδιά από τα τρία μέχρι τα εννιά τους χρόνια.
«Η μελέτη μας είναι η πρώτη εμπειρική παρατήρηση της εμφάνισης της παιδικής αμνησίας» λέει η Πατρίσια Μπάουερ, επικεφαλής της μελέτης στην επιθεώρηση Memory. «Καταγράψαμε τις αναμνήσεις των παιδιών και τα παρακολουθήσαμε για χρόνια προκειμένου να διαπιστώσουμε πότε έχασαν αυτές τις αναμνήσεις» εξηγεί.
Στο πλαίσιο της ψυχαναλυτικής θεωρίας του, ο Σίγκμουντ Φρόιντ πρότεινε την όρο «αμνησία της παιδικής ηλικίας» και πρότεινε μια αμφιλεγόμενη εξήγηση, σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι απωθούν τις πρώτες αναμνήσεις τους λόγω της ανάρμοστης σεξουαλικής φύσης αυτών των αναμνήσεων.
Η υπόθεση του Φρόιντ μένει ωστόσο αναπόδεικτη και, όπως επισημαίνουν οι ερευνητές, τα τελευταία χρόνια συσσωρεύονται ενδείξεις ότι τα βρέφη βασίζονται μεν στη μνήμη για να μάθουν τη γλώσσα και τον κόσμο γύρω τους, δεν έχουν όμως αναπτύξει τα νευρικά δίκτυα που απαιτούνται για το σχηματισμό και την αποθήκευση πιο περίπλοκων αναμνήσεων.
Η τελευταία μελέτη εξετάζει τη λεγόμενη επεισοδιακή ή αυτοβιογραφική μνήμη, η οποία αφορά τις αναμνήσεις προηγούμενων γεγονότων.
Το πείραμα ξεκίνησε με τη συμμετοχή 83 νηπίων ηλικίας τριών ετών, τα οποία ηχογραφήθηκαν να απαντούν σε ερωτήσεις της μητέρας ή του πατέρα τους για εμπειρίες που είχαν το προηγούμενο διάστημα. Για παράδειγμα, μια μητέρα μπορούσε να ρωτήσει «Θυμάσαι που πήγαμε στο τάδε μαγαζί για τα γενέθλιά σου; Εσύ έφαγες πίτσα, σωστά;».
Καθένα από τα παιδιά της μελέτης κλήθηκε να ανακαλέσει αυτές τις αναμνήσεις όταν επανεξετάστηκε από τους ερευνητές μερικά χρόνια αργότερα, σε ηλικία από πέντε έως εννέα ετών.
Η ανάλυση των απαντήσεων έδειξε ότι τα μεγαλύτερα παιδιά δίνουν μεν πιο πλούσιες περιγραφές των αναμνήσεών τους, διατηρούν όμως λιγότερες από τις πρώτες αναμνήσεις τους.
Συγκεκριμένα, τα παιδιά 5 και 6 ετών ανακαλούσαν το 63 με 72 τοις εκατό των αρχικών αναμνήσεων, ποσοστό που έπεφτε στο 35% μέχρι την ηλικία των οκτώ ετών.
Η μελέτη δίνει μεν το ηλικιακό όριο στο οποίο οι αναμνήσεις αρχίζουν να ξεθωριάζουν, δεν εξηγεί όμως το μηχανισμό αυτής της «αμνησίας».
Σύμφωνα όμως με την Μπάουερ, το πιθανότερο είναι ότι τα παιδιά απλά ξεχνούν ταχύτερα επειδή δεν έχουν αναπτύξει τις νευρικές διαδικασίες που συγκεντρώνουν τις πληροφορίες μιας ανάμνησης.
Για να αναπτύξει κανείς μια αποτελεσματική αυτοβιογραφική μνήμη, λέει η ερευνήτρια, «πρέπει κανείς να μάθει να χρησιμοποιεί ημερολόγιο και να κατανοεί τι σημαίνουν οι μήνες και οι μέρες της εβδομάδας».
«Πρέπει επίσης να έχει αναπτύξει την αίσθηση του εαυτού του και να κατανοήσει ότι η οπτική του γωνία είναι διαφορετική από ό,τι άλλων ανθρώπων».
Newsroom ΔΟΛ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου