ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ



βουνό: ύψωµα στην επιφάνεια της γης (πάνω από 500 µέτρα).
κορυφή:το ψηλότερο σηµείο ενός βουνού.
πλαγιά: η πλευρά ενός λόφου ή ενός βουνού.
πρόποδες: το χαµηλότερο σηµείο, οι ρίζες ενός βουνού.
οροσειρά: σειρά από όρη (βουνά).
λόφος: χαµηλό ύψωµα στην επιφάνεια της γης.
πεδιάδα: επίπεδη και οµαλή έκταση γης (κάµπος).
οροπέδιο: κλειστή πεδινή έκταση επάνω σε βουνά ή λόφους.
χαράδρα: βαθύ και στενό άνοιγµα της γης ανάµεσα σε βουνά ή λόφους.
φαράγγι: απότοµη και βαθιά χαράδρα.
κοιλάδα: µικρή πεδινή έκταση ανάµεσα σε βουνά ή υψώµατα.
διάσελο: στενό ορεινό πέρασµα ανάµεσα σε δύο βουνά ή υψώµατα (αυχένας).
ποταµός: µεγάλη ποσότητα γλυκού νερού που προέρχεται από νερά των βουνών ή
βγαίνει από τη γη, σχηµατίζει κοίτη και χύνεται στη θάλασσα.
παραπόταµος: µικρός ποταµός που χύνεται σε ένα µεγαλύτερο.
χείµαρρος: ρεύµα µικρού ποταµού που σχηµατίζεται από νερά της βροχής ή από το
λιώσιµο των χιονιών.
κοίτη: κοιλότητα του εδάφους µέσα στην οποία τρέχουν τα νερά των ποταµών.
όχθες: οι πλευρές της κοίτης του ποταµού.
εκβολή: το µέρος που ένας ποταµός χύνεται στη θάλασσα ή σε άλλον ποταµό.
συµβολή: το σηµείο στο οποίο ενώνονται δυο ή περισσότεροι ποταµοί.
καταρράχτης:απότοµη πτώση του νερού ενός ποταµού ή χειµάρρου από ψηλά.
λεκανοπέδιο: πεδινή έκταση γης σε σχήµα λεκάνης, τριγυρισµένη συνήθως από
βουνά.
λίµνη: πλατύ και βαθύ κοίλωµα της γης, γεµάτο µε γλυκό νερό.
έλος: έκταση µε ρηχά, στάσιµα νερά (βάλτος).
βαθύπεδο: βαθιά, χαµηλή πεδινή έκταση, χαµηλότερη από την επιφάνεια της
θάλασσας.
υψίπεδο: πεδινή έκταση σε µεγάλο υψόµετρο.
ήπειρος: µεγάλη έκταση γης.
φράγµα: τεχνικό έργο που εµποδίζει το πέρασµα των νερών (υδατοφράχτης).
►υψόµετρο: το ύψος ενός σηµείου της γης πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.  2.Θάλασσα
θάλασσα: µεγάλο τµήµα της γήινης επιφάνειας που καλύπτεται µε αλµυρό νερό.
ωκεανός: µεγάλη θαλάσσια έκταση ανάµεσα σε ηπείρους.
πέλαγος: τµήµα θαλάσσιας έκτασης µικρότερο από τον ωκεανό και τη θάλασσα.
αρχιπέλαγος: µεγάλη θαλάσσια περιοχή µε πολλά νησιά.
νησί: κοµµάτι στεριάς που βρέχεται γύρω γύρω από θάλασσα.
ακτή: η άκρη της στεριάς που βρέχεται από τη θάλασσα (παραλία).
χερσόνησος: ένα µεγάλο κοµµάτι στεριάς που µπαίνει στη θάλασσα.
ακρωτήριο: η µύτη, η άκρη της στεριάς που µπαίνει στη θάλασσα.
κόλπος: µέρος της θάλασσας που µπαίνει βαθιά στη στεριά.
όρµος: µικρός κόλπος ,κλειστή ακτή.
λιµάνι: παραθαλάσσιο µέρος προφυλαγµένο από τους ανέµους στο οποίο µπορούν
να σταθµεύσουν τα πλοία. Υπάρχουν φυσικά και τεχνητά λιµάνια.
λιµνοθάλασσα: µεγάλη παραθαλάσσια έκταση από νερά που επικοινωνεί άµεσα µε
τη θάλασσα.
σκόπελος: βράχος µέσα στη θάλασσα από τον οποίο φαίνεται µόνο η κορυφή του.
ύφαλος: βράχος στη θάλασσα σκεπασµένος από το νερό.
ισθµός: στενή λωρίδα ξηράς που ενώνει δύο στεριές και χωρίζει δυο θάλασσες.
πορθµός: στενή λωρίδα θάλασσας που ενώνει δύο θάλασσες και χωρίζει δύο
στεριές.
διώρυγα: µακρύ και βαθύ τεχνητό αυλάκι µε το οποίο επικοινωνούν µεταξύ τους
δύο θάλασσες, ποταµοί ή λίµνες ( κανάλι ).
κύµα: µικρή ή µεγάλη διαταραχή στην επιφάνεια της θάλασσας η οποία
προκαλείται από το φύσηµα του ανέµου.
παλίρροια: η περιοδική κίνηση των θαλάσσιων νερών κατά την οποία προκαλείται
άνοδος (πληµµυρίδα – φουσκοθαλασσιά) και πτώση (άµπωτη – φυρονεριά) της
στάθµης της θάλασσας.
θαλάσσια ρεύµατα: µετακινήσεις µεγάλων όγκων θαλάσσιων νερών που γίνονται
ή στην επιφάνεια της θάλασσας ή στα βαθύτερα στρώµατά της
http://ebooks.edu.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

¸,ø¤º°`°º¤ø,¸☛❤ Thanks for Comments ❤☚¸,ø¤º°`°º¤ø,¸