Ο Ουκρανός Dmitri Kessel είχε κάνει την Ελλάδα «δεύτερο σπίτι του» από το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου και μέχρι της αρχές της δεκαετίες του '60. Ως φωτορεπόρτερ του περιοδικού Time είχε απαθανατίσει τα Δεκεμβριανά την επίσκεψη Τσόρτσιλ στην Αθήνα τα Χριστούγεννα του 1944, αλλά και την άσημη Μαρία Παντίσκα, την μαρτυρική φιγούρα μήνες μετά από την σφαγή στο Δίστομο που έκανε τον γύρο του κόσμου.
Ανάμεσα στις πολλές φωτογραφίες που έστελνε στην Αμερική, κάποιες έφθαναν μέχρι το τυπογραφείο κάποιες άλλες – οι περισσότερες – στοιβάζονταν στα αρχεία, ήταν και αυτές από την καθημερινή ζωή στην μεταπολεμική Αθήνα. Ένα από τα κυριότερα προβλήματα που αντιμετώπιζε η πρωτεύουσα – καθώς σε ένα μεγάλο μέρος της υπόλοιπης χώρας ήταν ο εμφύλιος – ήταν η νομισματική αστάθεια που λύνονταν μόνο με ένα τρόπο: την χρήση σε σοβαρές συναλλαγές της λίρας Αγγλίας. Για να καταλάβουμε τα μεγέθη, μετά από την αποχώρηση των Γερμανών, στην πρωτεύουσα ένας καφές κόστιζε 1.000.000 δραχμές ενώ για να αγοράσεις μία λίρα έπρεπε να διαθέσεις 7 δισ. δραχμές. Φυσικά οι τιμές άλλαζαν ημέρα με την ημέρα. Έτσι όπως αναφέρει στο βιβλίο του «Χρόνια Κατοχής (1941 – 1946): Μαρτυρίες Ημερολογίου» ο Χρήστος Χρηστίδης μία εφημερίδα κόστιζε, στις 18 Σεπτεμβρίου 1994, 10 εκατ. δραχμές, την επομένη 15 εκατ. δραχμές και στις 21 του ίδιου μήνα, 21 εκατ. δραχμές. Εννοείται φυσικά ότι ο οικονομικός προγραμματισμός για ένα νοικοκυριό πήγαινε περίπατο.
Πρώτο μέτρο το οποίο ελήφθη ήταν η κατάργηση των κατοχικών και πληθωριστικών πλέον δραχμών από νέες σε ισοτιμία 1 νέα δραχμή προς 50.000.000 παλιές δραχμές. Οι φωτογραφίες του Kessel με τις δραχμές τούβλα και σκουπίδια προέρχονται από τις ημέρες που ακολούθησαν την 11 Νοεμβρίου του 1994 οπότε και τέθηκε σε εφαρμογή η νέα ισοτιμία. Μία μικρή παρένθεση, λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 3 Νοεμβρίου κυκλοφόρησε το τελευταίο πληθωριστικό χρήμα στην Ελλάδα με την μεγαλύτερη ονομαστική τιμή. Πρόκειται για το χαρτονόμισμα των 100 δισεκατομμυρίων δραχμών το οποίο έφερε την υπογραφή του Ξενοφώντα Ζολώτα που τότε εισέρχονταν και επισήμως στην οικονομική και πολιτική ζωή του τόπου.
Παράλληλα με την νέα ισοτιμία πάρθηκαν και αποφάσεις «σφουγγάρι» για ότι ίσχυε έως τότε καθώς διαγράφηκαν χρέη αλλά και καταθέσεις στο παλιό νόμισμα όπως και ομόλογα και ασφαλιστικές υποχρεώσεις. Ουσιαστικά η οικονομία ξεκινούσε ξανά από το μηδέν αλλά δυστυχώς θα παρέμενε στο μηδέν για κάμποσα ακόμη χρόνια καθώς η καταστροφή που είχε προηγηθεί σε συνδυασμό με την αστάθεια που συνεχίζονταν δεν έδινε πολλά περιθώρια ανάπτυξης.
Με μία εμφύλια σύρραξη να είναι σε εξέλιξη, με τις κυβερνήσεις να είναι οι πλέον βραχύβιες, με τους Αμερικανούς και τους Βρετανούς να πειραματίζονται για την σωστή οικονομική συνταγή, η Ελλάδα άργησε να βρει τον οικονομικό της βηματισμό. Είναι χαρακτηριστικό ότι την περίοδο 1944 – 1953 η χώρα άλλαξε 13 κυβερνήσεις και το εθνικό νόμισμα γνώρισε 8 υποτιμήσεις. Μία απο αυτές, τις επώδυνες αλλά μη ουσιαστικές και αποτελεσματικές υποτιμήσεις, είναι αυτή της φωτογραφίας που δείχνει την αύξηση στις τιμές βασικών προϊόντων μέσα σε λίγους μήνες το 1948.
Θα έπρεπε να φτάσουμε στη 10η Απριλίου 1953 και στην φοβερή υποτίμηση του Σπύρου Μαρκεζίνη η οποία κατάφερε να σταθεροποιήσει την δραχμή και να δώσει ώθηση στην εθνική οικονομία. Ο τότε υπουργός Συντονισμού οποίος εξήγγειλε την υποτίμηση μέσω ραδιοφώνου από το σπίτι του, είχε ενημερώσει μόνο τον Αλέξανδρο Παπάγο για την κίνηση του αυτή η οποία προκάλεσε την δυσφορία των ανακτόρων. Η δραχμή υποτιμήθηκε κατά 50% έναντι του δολαρίου και η ισοτιμία διαμορφώθηκε από 1:15 σε 1:30. Παράλληλα απελευθερώθηκαν και οι εισαγωγές με αποτέλεσμα να ενταθεί ο ανταγωνισμός και να μειωθούν οι τιμές. Το εργαλείο της υποτίμησης βοηθήθηκε και από το κλίμα και τις συνθήκες της εποχής. Το σχέδιο Μάρσαλ χρηματοδοτούσε την ελληνική βιομηχανία, υπήρχε έλλειψη συνδικαλιστικής πίεσης, σταθερή κυβέρνηση (η δεξιά, με μία μικρή παρένθεση από την Ένωση Κέντρου, ήταν σταθερά στην εξουσία) και αύξηση κατανάλωσης (λόγω της αστικοποίησης) και εξαγωγών. Ένα χρόνο μετά την υποτίμηση Μαρκεζίνη θα κόβονταν για τελευταία φορά μηδενικά από τα χαρτονομίσματα και θα έμπαιναν ξανά στην ζωή των Ελλήνων τα κέρματα. Μία υποτίμηση που άντεξε στον χρόνο καθώς η επόμενη έγινε μετά από 30 και πλέον χρόνια, από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το 1983 και τον Γεράσιμο Αρσένη.
Υποτίμηση μπορεί να μην υπήρχε αλλά υπήρχε έντονη πλάγια διολίσθηση. Το χιλιάρικο του 1970, ίσως το πλέον καλαίσθητο και πιο αγαπημένο με την Ύδρα και την Υδραία – κατά πολλούς «βλάχα» - στην μία πλευρά του είναι το χαρτονόμισμα που δέχτηκε τον μεγαλύτερο πληθωριστικό ευτελισμό στην μεταπολεμική ιστορία του ελληνικού χαρτονομίσματος. Όπως διαβάζουμε στο βιβλίο «δραχμούλα μου ... καλό σου ταξίδι» του Όθωνα Τσουνάκου το 1970 μπορούσε να το ανταλλάξει κανείς με τρεις χρυσές λίρες Αγγλίας, το 1973 μόλις με μία, το 1978 με μισή και μισή λίρα και το 1987 με το 1/16 της λίρας. Φυσικά – καθώς μας διαβάζουν και νέοι άνθρωποι οι οποίοι δεν είχαν μπει στην οικονομική ζωή επί δραχμής, πέρα από το χαρτζιλίκι που έπαιρναν - τις υποτιμήσεις ακολουθούσαν αυξήσεις μισθών δεν ήταν όμως ποτέ σε τέτοιο επίπεδο – δεν πλησίαζαν καν - ώστε να καλύψουν την διαφορά που προέκυπτε μετά από μία τέτοια κίνηση. Απλώς απάλυνε «οπτικά» και ψυχολογικά το οικονομικό χαστούκι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου