Το 1932 στη Γερμανία οι παραστρατιωτικές οργανώσεις SA και SS, που ανήκαν στο κόμμα των Εθνικοσοσιαλιστών, προκαλούσαν εκτεταμένα επεισόδια στις ρημαγμένες από τη φτώχια που ακολούθησε το μεγάλο κραχ Γερμανικές πόλεις, με επιθέσεις σε οργανώσεις άλλων κομμάτων. Κόσμος σκοτωνόταν. Ανασφάλεια και βία απλώνονταν παντού στη χώρα, μα κανένας δεν αντιμετώπιζε τις
οργανώσεις αυτές πλέον ως παράνομες τρομοκρατικές ομάδες. Και ο ίδιος ο αρχηγός τους ήταν αυτός που υποσχόταν ότι θα επαναφέρει την τάξη στην κοινωνία, αν εκλεγεί καγκελάριος.
Ένα χρόνο αργότερα θα εκλεγόταν.
Θα περίμενε κανείς ότι πια θα είχε βρεθεί ένας ορισμός για τη λέξη «τρομοκρατία». Τόσο έχει κουβεντιάσει η ανθρωπότητα για το θέμα, έντεκα χρόνια έχουν περάσει από την 11η Σεπτεμβρίου, τόσοι τρομοκράτες έχουν προκαλέσει τρόμο μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο στον πλανήτη, από τους αριστερής χροιάς δολοφόνους στην Ευρώπη μέχρι τους Ταλιμπάν και την Αλ Κάιντα. Δε μπορεί, θα έπρεπε πια κάποιος φορέας να έχει καταλήξει σε μια τελεσίδικη και πλήρη εξήγηση της λέξης.
Τι είναι «τρομοκρατία»; Ποιος είναι «τρομοκράτης»; Τι διαφορά έχει ο τρομοκράτης από τον απλό εγκληματία; Υπάρχει διαφορά; Πρέπει να υπάρχει, αν είναι να έχουν νόημα οι λέξεις (κι αυτό το κείμενο).
Τον καλύτερο ορισμό της τρομοκρατίας τον βρήκα σε μιαν απόφαση του ΟΗΕ από το 1994, η οποία χαρακτηρίζει ως τρομοκρατικές συγκεκριμένες εγκληματικές πράξεις. Μεταφράζω:
«Εγκληματικές πράξεις που έχουν στόχο να προκαλέσουν τον τρόμο στο γενικό πληθυσμό, σε ομάδες ατόμων ή σε μεμονωμένα άτομα για πολιτικούς λόγους είναι σε κάθε περίπτωση αδικαιολόγητες, ανεξάρτητα από την πολιτική, φιλοσοφική, ιδεολογική, εθνική, θρησκευτική ή άλλη φύση που μπορεί να τους αποδοθεί για να τις δικαιολογήσει».
Έστω, λοιπόν ότι κρατάμε αυτό τον ορισμό: Πράξεις βίας που δεν έχουν στόχο μόνο να πλήξουν τα θύματα, αλλά να προκαλέσουν και το φόβο σε άλλους. Δεν είναι ευρέως αποδεκτός, δεν έχει κάποια ισχύ καθολική, αλλά έστω ότι τον αποδεχόμαστε για τις ανάγκες αυτού του κειμένου. Σύμφωνα με αυτόν, ο μουρλός που μπήκε στο σινεμά και άνοιξε πυρ, ένας κλέφτης τράπεζας, ή μια παπαδιά που ήθελε να ξεφορτωθεί τον παπά, δεν είναι τρομοκράτες, αλλά εγκληματίες: Θέλουν να κάνουν κακό μόνο στα θύματά τους.
Όταν όμως οι αναρχικοί ταραξίες βάζουν βόμβες σε κάδους σκουπιδιών, πυροβολούν αστυνομικούς ή μπουκάρουν στη Microsoft, δεν στοχεύουν μόνο στους συγκεκριμένους αστυνομικούς, τα κομπιούτερ και τα σκουπίδια. Θέλουν να προκαλέσουν τον τρόμο σε όλους τους πραγματικούς ή φανταστικούς εχθρούς τους, το δυτικό καπιταλισμό, τη Μέρκελ, το μνημόνιο και τα λοιπά. Χρησιμοποιούν τις επιθέσεις τους και ως σύμβολο. Όταν ο Τίμοθι Μακβέι έβαλε τη βόμβα σε ένα κτίριο γεμάτο με δημόσιες υπηρεσίες στην Οκλαχόμα δεν ήθελε μόνο να σκοτώσει τα παιδάκια στον παιδικό σταθμό και τους εργαζόμενους εκεί: Ήθελε να προκαλέσει τον τρόμο στον εχθρό, που γι’ αυτόν ήταν το κράτος των Ηνωμένων Πολιτειών.
Σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό, και ο Μακβέι και οι αναρχικές οργανώσεις είναι τρομοκράτες.
Τις τελευταίες εβδομάδες η μουδιασμένη και κατακερματισμένη ελληνική κοινωνία παρακολουθεί την ολοένα και πιο ευρέως προβεβλημένη δραστηριότητα μιας ομάδας ατόμων που μπορεί να μη σκοτώνει όπως ο Τίμοθι Μακβέι και η 17 Νοέμβρη, αλλά σχεδόν καθημερινά απειλεί και περιφρονεί νόμους (μεταξύ άλλων το άρθρο 333 του ποινικού κώδικα και το άρθρο 29 του Συντάγματος), το πολίτευμα και οποιαδήποτε άλλη Αρχή πέρα απ’ τη γνώμη τους.
Είναι λίγο περίπλοκη η απόδοση ευθυνών, βεβαίως, καθώς κανείς δεν ξέρει κατά πόσο διάφορες δράσεις ή δηλώσεις μελών της οργάνωσης -που εδώ και πολλά χρόνια είναι κανονικό πολιτικό κόμμα που συμμετέχει στις εκλογές με την άδεια του Αρείου Πάγου και όλες τις νόμιμες διαδικασίες- μπορούν να αποδοθούν στο κόμμα, ή πρέπει να αποδίδονται στα μεμονωμένα μέλη. Έστω όμως ότι οι δράσεις και οι λέξεις των μελών χαρακτηρίζουν το κόμμα/οργάνωση:
Οι επιθέσεις μελών της Χρυσής Αυγής σε πάγκους μικροπωλητών, καθαριστές φαναριών και, όπως καταγγέλεται ευρύτατα, και σε μεμονωμένους πολίτες διαφορετικού χρώματος που τυχαίνει να περπατούν στο δρόμο, φαίνεται να επιτελούν ένα γνώριμο σκοπό: Δεν στοχεύουν μόνο στον ξυλοδαρμό αλλοδαπών, αλλά στην πρόκληση αισθήματος τρόμου σε όλους τους αλλοδαπούς.
Έχεις λοιπόν την πρόκληση βίας κατά μιας ομάδας ανθρώπων με σκοπό την επιβολή καθεστώτος τρόμου σε μια ευρύτερη ομάδα ανθρώπων. Τα «Τάγματα Ασφαλείας» που έχουν αρχίσει να εμφανίζονται σε πόλεις της Ελλάδας δεν στοχεύουν μόνο στα θύματά τους -θέλουν να σπείρουν το φόβο και σε άλλους.
Πόσο απέχει αυτό από τον παραπάνω ορισμό της τρομοκρατίας; Μάλλον καθόλου.
Κι όμως: Τηλεοπτικά κανάλια και εφημερίδες φιλοξενούν εκπροσώπους της Χρυσής Αυγής για να πουν τη γνώμη τους και μεταδίδουν τη δραστηριότητά τους ως κάτι φυσιολογικό, ή το πολύ ως κάτι αξιοπερίεργο. Την ώρα που οι απρόσωποι βομβιστές τζαμαριών από οργανώσεις με αστεία/πομπώδη ονόματα αντιμετωπίζονται ως τρομοκράτες, τα μέλη της Χρυσής Αυγής που -με πρόσωπο και ονοματεπώνυμο-, κηρύσσουν τη βία και το μίσος (και, παρεμπιπτόντως, εξευτελίζουν το κράτος, την Ελληνική Αστυνομία, το κοινοβούλιο και κάθε έναν πολίτη αυτής της χώρας ξεχωριστά), αντιμετωπίζονται από τα ΜΜΕ και την κοινωνία ως κάτι διαφορετικό.
Μα δεν είναι κάτι διαφορετικό.
Το πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί το θέμα της Χρυσής Αυγής είναι, πιστεύω, ένα θέμα σοβαρό και πολύ κρίσιμο και ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κατακρημνιζόμενη κοινωνία μας σήμερα. Μέχρι τώρα όλες οι ευφάνταστες ιδέες που έχουν κατεβάσει διάφοροι έχουν αποδειχτεί αποτυχημένες. «Αφήστε τους να δείξουν ποιοι είναι στην τηλεόραση για να καταλάβει ο κόσμος», έλεγαν, το θυμάστε; Έδειξαν, και κατάλαβε ο κόσμος: 12% των πολιτών αυτής της χώρας είναι φασίστες, σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση. Απ’ ό,τι αποδεικνύεται, η προβολή της δράσης τους σε μια κοινωνία άρρωστη, γεμάτη αμορφωσιά, φόβο και αγωνία δεν είναι λύση -είναι διαφήμιση. Αυτό μπορεί να πληγώνει πολλούς, γιατί καταρρίπτει μύθους για την ποιότητα και το επίπεδο της κοινωνίας, μα είναι πλέον προφανές. Οπότε ίσως πρέπει να ακολουθηθεί άλλη οδός, να πάψει η κοινωνία μας να αναζητεί τρόπους διαχείρισης, και να αντιμετωπίσει τη Χρυσή Αυγή ως αυτό που είναι πραγματικά, απλά επιβάλοντας τους εξευτελισμένους και καταπατημένους νόμους.
Αυτό δε μοιάζει πιθανό, δεν ξέρω και αν είναι εφικτό, δεν ξέρω καν αν υπάρχει κάτι που να μπορεί να αποκληθεί «κοινωνία μας» και να έχει τη δυνατότητα να κάνει οτιδήποτε συντεταγμένα, αλλά πρέπει να γίνει, και πρέπει να γίνει γρήγορα. Κατά τη γνώμη μου είναι απαραίτητο.
Αν ψάξουμε αναλογίες με την ιστορία της Γερμανίας, θα διαπιστώσουμε ότι εδώ στην Ελλάδα δεν έχουμε φτάσει ακόμα στο σημείο όπου φασίστες μπορούν να διεκδικήσουν κάτι περισσότερο από μια παρουσία στη Βουλή και στις ειδήσεις. Είμαστε ακόμα, ας πούμε, εκεί που ήταν αυτοί στα 1928. Μα το 1932 δεν είναι αδιανόητο. Όσο απίστευτο κι αν φαίνεται, μπορεί και να απέχει μόνο τέσσερα χρόνια ανοχής και απραξίας.
Όπως αποδεικνύει καθημερινά η πραγματικότητα, τίποτα δεν είναι πια αδύνατο.georgakopoulos.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου