Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο
Στο μέλλον οι φοιτητές ενδεχομένως να υποβάλλονται σε έλεγχο αντί-ντόπινγκ πριν από τη συμμετοχή τους στις εξετάσεις, προκειμένου να διαπιστωθεί η χρήση σκευασμάτων που τονώνουν τις νοητικές τους ικανότητες, αποκτώντας έτσι αθέμιτο πλεονέκτημα έναντι των συμφοιτητών τους.
Στην έκθεση «Ανθρώπινη βελτίωση και το μέλλον της εργασίας» που συνέταξαν από κοινού επιστήμονες της Βασιλικής Ακαδημίας Ιατρικών Επιστημών, της Βασιλικής Εταιρείας Επιστημών και της Βρετανικής Ακαδημίας και της Βασιλικής Ακαδημίας Μηχανικών, επισημαίνεται ότι όλο και περισσότεροι υγιείς φοιτητές παγκοσμίως κάνουν κατάχρηση νόμιμα συνταγογραφούμενων ψυχοφαρμάκων προκειμένου να βελτιώσουν τη μνήμη, τη συγκέντρωση και άλλες πνευματικές ικανότητες, ιδίως κατά την εξεταστική περίοδο.
Η όλο και ευρύτερη χρήση των λεγόμενων «βελτιωτικών νόησης» έχει οδηγήσει αρκετά πανεπιστημιακά ιδρύματα στην σκέψη της διενέργειας τυχαίων δειγματοληπτικών ελέγχων για τη χρήση τέτοιων ουσιών από τους φοιτητές.
Δεδομένης δε της προόδου που συντελείται καθημερινά στην Νευροεπιστήμη και τη Φαρμακευτική, θεωρείται βέβαιο ότι στο άμεσο μέλλον τα σκευάσματα αυτά θα είναι ισχυρότερα. Άρα μπορεί και ο έλεγχος αντί-ντόπινγκ να είναι πλέον υποχρεωτικός μεταξύ των φοιτητών.
Σύμφωνα με την καθηγήτρια Κλινική Νευροψυχολογίας Μπάρμπαρα Σαχακιάν του Πανεπιστήμιο Κέιμπριτζ, ήδη το 16% των φοιτητών στις ΗΠΑ και το 10% στη Μ.Βρετανία παραδέχεται χρήση τέτοιων σκευασμάτων για καλύτερα ακαδημαϊκά αποτελέσματα.
«Μερικοί φοιτητές που δεν καταφεύγουν σε τέτοια μέσα βελτίωσης του νου, τελικά οι ίδιοι θα απαιτήσουν τέτοιους ελέγχους, επειδή ήδη ανησυχούν ότι είναι θύματα εξαπάτησης. Την ίδια ανησυχία έχουν και τα πανεπιστήμια», εξηγεί η Δρ Σαχακιάν.
Αξίζει να σημειωθεί ότι δραστικές ουσίες όπως η μεθυλφαινιδάτη και η μονταφινίλη χορηγούνται κυρίως για την θεραπεία του Συνδρόμου Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας και τις διαταραχές του ύπνου. Ωστόσο, έχουν γίνει εξαιρετικά δημοφιλή μεταξύ των φοιτητών που πασχίζουν να ανταποκριθούν στο πιεστικό πρόγραμμα των εξετάσεων.
Πάντως ακόμη και καθηγητές, σύμφωνα με την Δρ Σαχακιάν, έχουν παραδεχθεί χρήση τέτοιων σκευασμάτων για βελτίωση των πνευματικών τους επιδόσεων, ιδίως σε περιόδους υψηλών ακαδημαϊκών και ερευνητικών απαιτήσεων. «Ο επικεφαλής ενός επιστημονικού εργαστηρίου στις ΗΠΑ παραδέχτηκε ότι ο ίδιος και όλο το προσωπικό του παίρνουν μονταφινίλη και τόνισε ότι στο μέλλον θα υπάρχει ένας ξεκάθαρος διαχωρισμός ανάμεσα σε όσους χρησιμοποιούν τέτοια χάπια και σε όσους δεν το κάνουν», σημειώνει η Δρ Σαχακιάν.
Δειγματοληπτική έρευνα του Nature έδειξε ότι, μεταξύ των 1.400 συμμετεχόντων ερευνητών από 60 χώρες, ένας στους πέντε περίπου χρησιμοποιούν τέτοια φάρμακα όχι για ιατρικό σκοπό, αλλά αποκλειστικά για να «ντοπάρουν» τον εγκέφαλό τους.
Αρκετές έρευνες έχουν δείξει ότι όντως φάρμακα όπως η μεθυλφαινιδάτη, όταν χρησιμοποιούνται από υγιή άτομα, βελτιώνουν τις νοητικές επιδόσεις τους, ιδίως τη μνήμη. Από την άλλη, η μονταφινίλη, που θεραπεύει τη ναρκοληψία, θεωρείται ότι βοηθά στον έλεγχο της παρορμητικής συμπεριφοράς και στην λήψη καλύτερων αποφάσεων.
Αν και τέτοιου είδους χάπια δεν φαίνεται να προκαλούν εθισμό, η νέα έκθεση προειδοποιεί ότι η μακροπρόθεσμη ασφάλειά τους σε υγιείς ανθρώπους δεν έχει τεκμηριωθεί επαρκώς.
Οι επιπτώσεις στην αγορά εργασίας
Η έκθεση των τεσσάρων βρετανικών Ακαδημιών εκτιμά ότι γενικότερα, πέρα από το πεδίο της εκπαίδευσης, στο -επίσης όχι μακρινό- μέλλον οι χώροι δουλειάς και η αγορά εργασίας γενικότερα θα μεταμορφωθούν εξαιτίας της διείσδυσης διαφόρων τεχνολογιών βελτίωσης των ανθρωπίνων δυνατοτήτων, όπως π.χ. συσκευών διέγερσης του εγκεφάλου ή εξω-σκελετών που θα επιτρέπουν σε κάποιον να σηκώνει μεγάλα βάρη.
Ακόμα, εμφυτεύματα στα μάτια που θα επιτρέπουν στους εργαζόμενους, π.χ. στους πιλότους ή στους αστυνομικούς, να βλέπουν στο σκοτάδι (αλλά και στο έως τώρα αόρατο υπεριώδες φάσμα), επεμβάσεις που θα επιτρέπουν σε κάποιον να δείχνει νέος (βιονικά άκρα κ.α.) θα αποτελέσουν ρουτίνα στους χώρους εργασίας του μέλλοντος.
Όσοι τις υιοθετούν πρώτοι (επειδή θέλουν και μπορούν από οικονομική άποψη) θα έχουν αναπόφευκτα συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των άλλων εργαζομένων, που δεν θα έχουν καταφύγει σε τέτοιες προχωρημένες τεχνικές αυτό-βελτίωσης.
Όπως επισημαίνει η έκθεση, στο μέλλον θα αποτελέσει κανόνα η έμφαση στην τεχνητή βελτίωση των ικανοτήτων των υγιών εργαζομένων μέσω της τεχνολογίας και της νευροεπιστήμης.
Η καθηγήτρια Νομικής Τζινίβρα Ρίτσαρτσον του Βασιλικού Κολεγίου του Λονδίνου, και μία από τις συγγραφείς της έκθεσης, τονίζει ότι πολλοί εργαζόμενοι -στο πλαίσιο μιας όλο και πιο ανταγωνιστικής αγοράς εργασίας- θα νιώσουν μεγάλη πίεση να υιοθετήσουν κι αυτοί τέτοιες «βελτιώσεις», αν θέλουν να κρατήσουν τη δουλειά τους.
«Δεν μιλάμε για επιστημονική φαντασία εδώ, αλλά για εξελίξεις που θα επιδράσουν σημαντικά στον τρόπο που εργαζόμαστε στο εγγύς μέλλον», σημειώνει.
Η κ.Ρίτσαρτσον, επισημαίνει όμως ότι μπορεί να υπάρξουν μεν βελτιώσεις στην εργασιακή παραγωγικότητα, όμως το θέμα είναι σοβαρό κι έχει πολλές αρνητικές όψεις που πρέπει να εξεταστούν σοβαρά από κυβερνήσεις, εργοδότες, συνδικάτα, κοινωνικούς φορείς και τους ίδιους τους επιστήμονες, ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι κίνδυνοι για την κοινωνία (π.χ. περαιτέρω διεύρυνση των ανισοτήτων).
Η έκθεση εκτιμά ότι μέσα στην επόμενη δεκαετία τέτοια «βελτιωτικά» χάπια θα αρχίσουν να δίνονται σε διάφορες κατηγορίες εργαζομένων, ιδίως στους ηλικιωμένους, ώστε να «φρενάρουν» τις συνέπειες της γήρανσης στη δουλειά τους.
Στην έκθεση «Ανθρώπινη βελτίωση και το μέλλον της εργασίας» που συνέταξαν από κοινού επιστήμονες της Βασιλικής Ακαδημίας Ιατρικών Επιστημών, της Βασιλικής Εταιρείας Επιστημών και της Βρετανικής Ακαδημίας και της Βασιλικής Ακαδημίας Μηχανικών, επισημαίνεται ότι όλο και περισσότεροι υγιείς φοιτητές παγκοσμίως κάνουν κατάχρηση νόμιμα συνταγογραφούμενων ψυχοφαρμάκων προκειμένου να βελτιώσουν τη μνήμη, τη συγκέντρωση και άλλες πνευματικές ικανότητες, ιδίως κατά την εξεταστική περίοδο.
Η όλο και ευρύτερη χρήση των λεγόμενων «βελτιωτικών νόησης» έχει οδηγήσει αρκετά πανεπιστημιακά ιδρύματα στην σκέψη της διενέργειας τυχαίων δειγματοληπτικών ελέγχων για τη χρήση τέτοιων ουσιών από τους φοιτητές.
Δεδομένης δε της προόδου που συντελείται καθημερινά στην Νευροεπιστήμη και τη Φαρμακευτική, θεωρείται βέβαιο ότι στο άμεσο μέλλον τα σκευάσματα αυτά θα είναι ισχυρότερα. Άρα μπορεί και ο έλεγχος αντί-ντόπινγκ να είναι πλέον υποχρεωτικός μεταξύ των φοιτητών.
Σύμφωνα με την καθηγήτρια Κλινική Νευροψυχολογίας Μπάρμπαρα Σαχακιάν του Πανεπιστήμιο Κέιμπριτζ, ήδη το 16% των φοιτητών στις ΗΠΑ και το 10% στη Μ.Βρετανία παραδέχεται χρήση τέτοιων σκευασμάτων για καλύτερα ακαδημαϊκά αποτελέσματα.
«Μερικοί φοιτητές που δεν καταφεύγουν σε τέτοια μέσα βελτίωσης του νου, τελικά οι ίδιοι θα απαιτήσουν τέτοιους ελέγχους, επειδή ήδη ανησυχούν ότι είναι θύματα εξαπάτησης. Την ίδια ανησυχία έχουν και τα πανεπιστήμια», εξηγεί η Δρ Σαχακιάν.
Αξίζει να σημειωθεί ότι δραστικές ουσίες όπως η μεθυλφαινιδάτη και η μονταφινίλη χορηγούνται κυρίως για την θεραπεία του Συνδρόμου Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας και τις διαταραχές του ύπνου. Ωστόσο, έχουν γίνει εξαιρετικά δημοφιλή μεταξύ των φοιτητών που πασχίζουν να ανταποκριθούν στο πιεστικό πρόγραμμα των εξετάσεων.
Πάντως ακόμη και καθηγητές, σύμφωνα με την Δρ Σαχακιάν, έχουν παραδεχθεί χρήση τέτοιων σκευασμάτων για βελτίωση των πνευματικών τους επιδόσεων, ιδίως σε περιόδους υψηλών ακαδημαϊκών και ερευνητικών απαιτήσεων. «Ο επικεφαλής ενός επιστημονικού εργαστηρίου στις ΗΠΑ παραδέχτηκε ότι ο ίδιος και όλο το προσωπικό του παίρνουν μονταφινίλη και τόνισε ότι στο μέλλον θα υπάρχει ένας ξεκάθαρος διαχωρισμός ανάμεσα σε όσους χρησιμοποιούν τέτοια χάπια και σε όσους δεν το κάνουν», σημειώνει η Δρ Σαχακιάν.
Δειγματοληπτική έρευνα του Nature έδειξε ότι, μεταξύ των 1.400 συμμετεχόντων ερευνητών από 60 χώρες, ένας στους πέντε περίπου χρησιμοποιούν τέτοια φάρμακα όχι για ιατρικό σκοπό, αλλά αποκλειστικά για να «ντοπάρουν» τον εγκέφαλό τους.
Αρκετές έρευνες έχουν δείξει ότι όντως φάρμακα όπως η μεθυλφαινιδάτη, όταν χρησιμοποιούνται από υγιή άτομα, βελτιώνουν τις νοητικές επιδόσεις τους, ιδίως τη μνήμη. Από την άλλη, η μονταφινίλη, που θεραπεύει τη ναρκοληψία, θεωρείται ότι βοηθά στον έλεγχο της παρορμητικής συμπεριφοράς και στην λήψη καλύτερων αποφάσεων.
Αν και τέτοιου είδους χάπια δεν φαίνεται να προκαλούν εθισμό, η νέα έκθεση προειδοποιεί ότι η μακροπρόθεσμη ασφάλειά τους σε υγιείς ανθρώπους δεν έχει τεκμηριωθεί επαρκώς.
Οι επιπτώσεις στην αγορά εργασίας
Η έκθεση των τεσσάρων βρετανικών Ακαδημιών εκτιμά ότι γενικότερα, πέρα από το πεδίο της εκπαίδευσης, στο -επίσης όχι μακρινό- μέλλον οι χώροι δουλειάς και η αγορά εργασίας γενικότερα θα μεταμορφωθούν εξαιτίας της διείσδυσης διαφόρων τεχνολογιών βελτίωσης των ανθρωπίνων δυνατοτήτων, όπως π.χ. συσκευών διέγερσης του εγκεφάλου ή εξω-σκελετών που θα επιτρέπουν σε κάποιον να σηκώνει μεγάλα βάρη.
Ακόμα, εμφυτεύματα στα μάτια που θα επιτρέπουν στους εργαζόμενους, π.χ. στους πιλότους ή στους αστυνομικούς, να βλέπουν στο σκοτάδι (αλλά και στο έως τώρα αόρατο υπεριώδες φάσμα), επεμβάσεις που θα επιτρέπουν σε κάποιον να δείχνει νέος (βιονικά άκρα κ.α.) θα αποτελέσουν ρουτίνα στους χώρους εργασίας του μέλλοντος.
Όσοι τις υιοθετούν πρώτοι (επειδή θέλουν και μπορούν από οικονομική άποψη) θα έχουν αναπόφευκτα συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των άλλων εργαζομένων, που δεν θα έχουν καταφύγει σε τέτοιες προχωρημένες τεχνικές αυτό-βελτίωσης.
Όπως επισημαίνει η έκθεση, στο μέλλον θα αποτελέσει κανόνα η έμφαση στην τεχνητή βελτίωση των ικανοτήτων των υγιών εργαζομένων μέσω της τεχνολογίας και της νευροεπιστήμης.
Η καθηγήτρια Νομικής Τζινίβρα Ρίτσαρτσον του Βασιλικού Κολεγίου του Λονδίνου, και μία από τις συγγραφείς της έκθεσης, τονίζει ότι πολλοί εργαζόμενοι -στο πλαίσιο μιας όλο και πιο ανταγωνιστικής αγοράς εργασίας- θα νιώσουν μεγάλη πίεση να υιοθετήσουν κι αυτοί τέτοιες «βελτιώσεις», αν θέλουν να κρατήσουν τη δουλειά τους.
«Δεν μιλάμε για επιστημονική φαντασία εδώ, αλλά για εξελίξεις που θα επιδράσουν σημαντικά στον τρόπο που εργαζόμαστε στο εγγύς μέλλον», σημειώνει.
Η κ.Ρίτσαρτσον, επισημαίνει όμως ότι μπορεί να υπάρξουν μεν βελτιώσεις στην εργασιακή παραγωγικότητα, όμως το θέμα είναι σοβαρό κι έχει πολλές αρνητικές όψεις που πρέπει να εξεταστούν σοβαρά από κυβερνήσεις, εργοδότες, συνδικάτα, κοινωνικούς φορείς και τους ίδιους τους επιστήμονες, ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι κίνδυνοι για την κοινωνία (π.χ. περαιτέρω διεύρυνση των ανισοτήτων).
Η έκθεση εκτιμά ότι μέσα στην επόμενη δεκαετία τέτοια «βελτιωτικά» χάπια θα αρχίσουν να δίνονται σε διάφορες κατηγορίες εργαζομένων, ιδίως στους ηλικιωμένους, ώστε να «φρενάρουν» τις συνέπειες της γήρανσης στη δουλειά τους.
health.in.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου