Μελέτη που δημοσιεύεται στο τελευταίο τεύχος του Nature διαπιστώνει ότι η συσσώρευση γλυκού νερού κάτω από τον πυθμένα των θαλασσών δεν είναι μια γεωλογική ιδιοτροπία, αλλά ένα φαινόμενο που αφορά μεγάλο μέρος του πλανήτη.
H αυστραλιανή έρευνα εκτιμά ότι στις υφαλοκρηπίδες της Βορείου Αμερικής, της Κίνας, της Αυστραλίας και της Νοτίου Αφρικής κρύβονται γύρω στα 500.000 κυβικά μέτρα νερού χαμηλής αλατότητας.
«Ο όγκος αυτού του αποθέματος είναι αρκετές εκατοντάδες φορές μεγαλύτερος από την ποσότητα νερού που αντλήσαμε από το υπέδαφος τον περασμένο αιώνα» επισημαίνει ο Βίνσεντ Ποστ του Πανεπιστημίου «Φλίντερς» της Αδελαΐδας, πρώτος συγγραφέας της δημοσίευσης.
Η μελέτη βασίστηκε σε γεωλογικά δεδομένα που προήλθαν από σεισμικές έρευνες για τον εντοπισμό υδρογονανθράκων.
Υφαλοκρηπίδα ονομάζεται ο παράκτιος βυθός -οι γεωλόγοι την ορίζουν ως το τμήμα της ξηράς που αποτελεί την ομαλή προέκταση της ακτής κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας μέχρι το σημείο όπου βαθαίνει απότομα. Στο Διεθνές Δίκαιο ισχύει διαφορετικός ορισμός, σύμφωνα με τον οποίο η υφαλοκρηπίδα είναι βυθός της θάλασσας εντός ακτίνας 200 ναυτικών μιλίων από την ακτή.
Πώς όμως μπορεί να συγκεντρώθηκε γλυκό νερό κάτω από το βυθό της θάλασσας. Σύμφωνα με τη μελέτη, τα αποθέματα αυτά σχηματίστηκαν κατά την τελευταία Περίοδο των Παγετώνων, όταν η στάθμη των ωκεανών βρισκόταν πολύ χαμηλότερα από ό,τι σήμερα. Μεγάλο μέρος των ηπειρωτικών υφαλοκρηπίδων ήταν τότε ξηρά και δεχόταν το νερό της βροχής και των ποταμών, το οποίο πέρασε τελικά στον υδροφόρο ορίζοντα.
Οι πάγοι άρχισαν να λιώνουν πριν από περίπου 20.000 χρόνια, οπότε οι αρχαίες ακτές καλύφθηκαν από θαλασσινό νερό. Τα υπόγεια αποθέματα, όμως, έμειναν προστατευμένα από ιζήματα και στρώματα αργίλου. Ακόμα και σήμερα περιέχουν μόνο μικρές ποσότητες αλατιού και η αφαλάτωσή τους θα ήταν πολύ πιο εύκολη και φθηνή από την αφαλάτωση του θαλασσινού νερού.
«Το γλυκό νερό είναι πια δυσεύρετο στον πλανήτη μας, οπότε η ανακάλυψη σημαντικών νέων αποθεμάτων είναι συναρπαστική» λέει ο Δρ Ποστ.
Πράγματι, η UN Water, ο φορέας του ΟΗΕ που μελετά τη διαθεσιμότητα του νερού, προειδοποιεί ότι το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού αντιμετωπίζει ήδη συνθήκες λειψυδρίας, και η κατανάλωση νερού αυξάνεται δύο φορές ταχύτερα από το ρυθμό αύξησης του πληθυσμού.
Ο Ποστ επισημαίνει πάντως ότι η άντληση του υπόγειου νερού θα πρέπει να γίνει προσεκτικά ώστε να μην μολυνθούν οι ταμιευτήρες.
«Θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε αυτά τα αποθέματα πολύ προσεκτικά» είπε. «Από τη στιγμή που θα εξαντληθούν δεν πρόκειται να ανανεωθούν μέχρι να ξαναπέσει η στάθμη της θάλασσας. Και αυτό είναι απίθανο να συμβεί σύντομα».Newsroom ΔΟΛ
Πώς όμως μπορεί να συγκεντρώθηκε γλυκό νερό κάτω από το βυθό της θάλασσας. Σύμφωνα με τη μελέτη, τα αποθέματα αυτά σχηματίστηκαν κατά την τελευταία Περίοδο των Παγετώνων, όταν η στάθμη των ωκεανών βρισκόταν πολύ χαμηλότερα από ό,τι σήμερα. Μεγάλο μέρος των ηπειρωτικών υφαλοκρηπίδων ήταν τότε ξηρά και δεχόταν το νερό της βροχής και των ποταμών, το οποίο πέρασε τελικά στον υδροφόρο ορίζοντα.
Οι πάγοι άρχισαν να λιώνουν πριν από περίπου 20.000 χρόνια, οπότε οι αρχαίες ακτές καλύφθηκαν από θαλασσινό νερό. Τα υπόγεια αποθέματα, όμως, έμειναν προστατευμένα από ιζήματα και στρώματα αργίλου. Ακόμα και σήμερα περιέχουν μόνο μικρές ποσότητες αλατιού και η αφαλάτωσή τους θα ήταν πολύ πιο εύκολη και φθηνή από την αφαλάτωση του θαλασσινού νερού.
«Το γλυκό νερό είναι πια δυσεύρετο στον πλανήτη μας, οπότε η ανακάλυψη σημαντικών νέων αποθεμάτων είναι συναρπαστική» λέει ο Δρ Ποστ.
Πράγματι, η UN Water, ο φορέας του ΟΗΕ που μελετά τη διαθεσιμότητα του νερού, προειδοποιεί ότι το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού αντιμετωπίζει ήδη συνθήκες λειψυδρίας, και η κατανάλωση νερού αυξάνεται δύο φορές ταχύτερα από το ρυθμό αύξησης του πληθυσμού.
Ο Ποστ επισημαίνει πάντως ότι η άντληση του υπόγειου νερού θα πρέπει να γίνει προσεκτικά ώστε να μην μολυνθούν οι ταμιευτήρες.
«Θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε αυτά τα αποθέματα πολύ προσεκτικά» είπε. «Από τη στιγμή που θα εξαντληθούν δεν πρόκειται να ανανεωθούν μέχρι να ξαναπέσει η στάθμη της θάλασσας. Και αυτό είναι απίθανο να συμβεί σύντομα».Newsroom ΔΟΛ