Κάθε παιδί που γεννιέται είναι εφοδιασμένο με ένα οπτικό σύστημα για τη λήψη, τη μεταφορά και την αναγνώριση των οπτικών πληροφοριών του περιβάλλοντος γύρω του. Το οπτικό αυτό σύστημα περιλαμβάνει τους οφθαλμούς, τα οπτικά νεύρα, και τον οπτικό φλοιό του εγκεφάλου. Όταν γεννιόμαστε, το οπτικό μας σύστημα είναι ανώριμο, αλλά τελειοποιείται και αναπτύσσεται με τη χρήση του στην πάροδο του χρόνου. Μεγαλώνοντας δηλαδή, μεγαλώνει και η ικανότητά μας να λαμβάνουμε και να αναγνωρίζουμε όλο και περισσότερα και πολυπλοκότερα οπτικά ερεθίσματα και έτσι τελειοποιείται η όρασή μας.
Οι παθήσεις των οφθαλμών στα παιδιά μπορεί να παρουσιαστούν είτε εκ γενετής, είτε αργότερα κατά τη διάρκεια της βρεφικής και παιδικής ηλικίας. Όταν αφορούν το πρόσθιο τμήμα του οφθαλμού (βλέφαρα, επιπεφυκότες, κερατοειδή, ίριδα, φακό) μπορεί να γίνουν αντιληπτές και από τους γονείς, ενώ όταν αφορούν το οπίσθιο τμήμα (αμφιβληστροειδή, οπτικό νεύρο) πολλές φορές δεν γίνονται έγκαιρα αντιληπτές. Ο χρόνος που θα παρουσιαστεί μία νόσος στον οφθαλμό, όπως και η εντόπισή της, έχουν καθοριστική σημασία για την ανάπτυξη της φυσιολογικής όρασης, καθώς και για την πρόκληση μονίμων και ανεπανόρθωτων βλαβών στη συνολική λειτουργία της όρασης του παιδιού.
Παρακάτω θα αναπτύξουμε μερικές από τις πιο συνηθισμένες παθήσεις των οφθαλμών που μπορεί να εμφανίσει ένα παιδί, καθώς και πώς μπορούν να το υποψιαστούν οι γονείς, για να ζητήσουν έγκαιρα την βοήθεια του ειδικού οφθαλμιάτρου-παιδοοφθαλμιάτρου.
Δάκρυα
Η πιο συχνή πάθηση είναι η δακρυοκυστίτιδα, δηλαδή η φλεγμονή στο σύστημα αποχέτευσης των δακρύων, που βρίσκεται στο έσω τμήμα του κάτω βλεφάρου κοντά στη μύτη και οφείλεται σε μόλυνση από μικρόβια. Αυτό συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις σε στένωση ή πλήρη απόφραξη του ρινοδακρυϊκού σωληναρίου που αποχετεύει τα δάκρυα από το μάτι στον ρινοφάρυγγα. Η κατάσταση αυτή συνήθως εμφανίζεται τον πρώτο μήνα μετά τη γέννηση και μπορούμε να το υποψιαστούμε όταν το ένα ή και τα δύο μάτια του μωρού είναι διαρκώς δακρυσμένα και συχνά μαζεύουν πυώδεις εκκρίσεις (τσίμπλες). Για την αντιμετώπισή τους χρησιμοποιούμε προσωρινά τοπικά αντιβιοτικά κολλύρια, εφ' όσον όμως η δακρύρροια επιμένει και δεν γίνει αυτόματη διάνοιξη, μετά το πρώτο εξάμηνο, κάνουμε καθετηριασμό του πόρου με γενική νάρκωση.
Στραβισμός
Ο στραβισμός είναι η πάθηση κατά την οποία οι οπτικοί άξονες των ματιών δεν είναι παράλληλοι, αλλά σχηματίζουν μία γωνία, τη γωνία του στραβισμού.
Έτσι το παιδί δεν κοιτάζει με τα δύο του μάτια συγχρόνως τον ίδιο στόχο, αλλά χρησιμοποιεί μόνο το ένα μάτι για να προσηλώνει και να βλέπει, ενώ το άλλο ξεφεύγει και κοιτάζει προς τα μέσα, δηλαδή προς τη μύτη, οπότε έχουμε τον συγκλίνοντα στραβισμό, ή προς τα έξω, οπότε έχουμε τον αποκλίνοντα στραβισμό.
Στο πρώτο τρίμηνο της ζωής τα μωρά κάνουν συχνά περίεργες κινήσεις στραβισμού και αυτό οφείλεται στην ανωριμότητα των οπτικών οδών. Όσο το παιδί μεγαλώνει, τόσο τελειοποιείται το οπτικό σύστημα μεταφοράς και αντιλήψεως της εικόνας και τα δύο μάτια συνεργάζονται ώστε να έχουμε μία μοναδική εικόνα στον εγκέφαλο. Όταν αυτό δεν μπορεί να συμβεί και να ταυτιστούν οι δύο εικόνες σε μία, τότε έχουμε στραβισμό. Αυτό το αντιλαμβάνονται συνήθως οι γονείς ή το διαπιστώνει ο παιδίατρος στην τακτική παρακολούθηση της ανάπτυξης του παιδιού. Άλλες πάλι φορές το παιδί μεγαλώνει με ‘ίσια’ μάτια και αργότερα, όταν είναι δύο, τριών χρονών ή και μεγαλύτερο εμφανίζει στραβισμό είτε ξαφνικά είτε προοδευτικά με τον καιρό. Ο στραβισμός μπορεί να είναι μόνιμος σε ένα μάτι ή να εναλλάσσεται, δηλαδή πότε να φεύγει το ένα και πότε το άλλο μάτι. Σε μερικά παιδιά κυρίως στον πρώτο χρόνο της ζωής, υπάρχει η εντύπωση ότι στραβίζουν, κι αυτό συνήθως οφείλεται στο ότι η βάση της μύτης είναι ευρεία, η μύτη δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί και μπορεί να υπάρχουν δερματικές πτυχές στις άκρες της.
Στο πρώτο τρίμηνο της ζωής τα μωρά κάνουν συχνά περίεργες κινήσεις στραβισμού και αυτό οφείλεται στην ανωριμότητα των οπτικών οδών. Όσο το παιδί μεγαλώνει, τόσο τελειοποιείται το οπτικό σύστημα μεταφοράς και αντιλήψεως της εικόνας και τα δύο μάτια συνεργάζονται ώστε να έχουμε μία μοναδική εικόνα στον εγκέφαλο. Όταν αυτό δεν μπορεί να συμβεί και να ταυτιστούν οι δύο εικόνες σε μία, τότε έχουμε στραβισμό. Αυτό το αντιλαμβάνονται συνήθως οι γονείς ή το διαπιστώνει ο παιδίατρος στην τακτική παρακολούθηση της ανάπτυξης του παιδιού. Άλλες πάλι φορές το παιδί μεγαλώνει με ‘ίσια’ μάτια και αργότερα, όταν είναι δύο, τριών χρονών ή και μεγαλύτερο εμφανίζει στραβισμό είτε ξαφνικά είτε προοδευτικά με τον καιρό. Ο στραβισμός μπορεί να είναι μόνιμος σε ένα μάτι ή να εναλλάσσεται, δηλαδή πότε να φεύγει το ένα και πότε το άλλο μάτι. Σε μερικά παιδιά κυρίως στον πρώτο χρόνο της ζωής, υπάρχει η εντύπωση ότι στραβίζουν, κι αυτό συνήθως οφείλεται στο ότι η βάση της μύτης είναι ευρεία, η μύτη δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί και μπορεί να υπάρχουν δερματικές πτυχές στις άκρες της.
Έτσι όταν το παιδί κοιτάζει συνήθως πλάγια, κρύβεται ένα μέρος της ίριδας κάτω από αυτές τις πτυχές και το μάτι φαίνεται ότι στραβίζει. Αυτός είναι ο λεγόμενος ψευδοστραβισμός και βέβαια βελτιώνεται με την πάροδο του χρόνου και με την ανάπτυξη της μύτης.
Σε όλες τις περιπτώσεις του στραβισμού, εφ' όσον διαπιστωθούν από τον παιδίατρο ή τους γονείς του παιδιού πρέπει να γίνεται εξέταση από τον ειδικό οφθαλμίατρο, αφ΄ ενός για να αποκλειστούν σοβαρές και ευτυχώς σπάνιες παθήσεις, που λόγω βλάβης της όρασης εκδηλώνονται με στραβισμό στο μάτι που στραβίζει, αφ' ετέρου για να αντιμετωπιστεί ο ίδιος ο στραβισμός. Δεν πρέπει το θέμα του στραβισμού να αντιμετωπίζεται επιπόλαια, επειδή κάποιος μας είπε ότι ‘μεγαλώνοντας το παιδί θα φτιάξει μόνος του’ ή ότι ‘όταν ήμασταν μικροί και εμείς είχαμε και τώρα δεν έχουμε’, γιατί εκτός από τις σοβαρές παθήσεις που πρέπει να αποκλειστούν, ο ίδιος ο στραβισμός και ειδικά όταν αυτός παρουσιάζεται μόνιμα σε ένα μάτι, δημιουργεί συνθήκες κακής όρασης και το μάτι γίνεται αμβλυωπικό, δηλαδή τεμπέλικο.
Η αντιμετώπιση του στραβισμού γίνεται από τον οφθαλμίατρο, ανάλογα με το είδος του στραβισμού, την αιτία που τον προκάλεσε, την ηλικία εμφάνισης, την ύπαρξη ή όχι μειωμένης όρασης κλπ. Έτsι το παιδί μπορεί να χρειαστεί να φορέσει γυαλιά, να κάνει ασκήσεις για την ενίσχυση της όρασης και τέλος να υποβληθεί σε ειδική εγχείρηση. Ο στόχος της θεραπείας είναι η απόκτηση καλής όρασης και στα δύο μάτια και η αισθητική αποκατάσταση της εμφάνις;hς τους. Κάθε παιδί και κάθε στραβισμός είναι μία ξεχωριστή περίπτωση και χρειάζεται τη δική του ιδιαίτερη αντιμετώπιση. Οι γονείς και το παιδί χρειάζονται υπομονή και επιμονή και ακολουθώντας τις συμβουλές του γιατρού τους συνήθως τα καταφέρνουν.
Μυωπία, Υπερμετρωπία και Αστιγματισμός
Όταν τα είδωλα που κοιτάζουμε δεν σχηματίζονται επάνω στον αμφιβληστροειδή με ευκρίνεια και φαίνονται θολά εξ αιτίας κακής εστίασης τους από το διαθλαστικό σύστημα του οφθαλμού (κερατοειδής, φακός, υαλοειδές), τότε χρειάζονται ανάλογοι διορθωτικοί φακοί για επιτύχουμε καλή εστίαση και άρα καθαρή όραση.
Οι διαθλαστικές ανωμαλίες είναι η μυωπία, η υπερμετρωπία και ο αστιγματισμός.
Η μυωπία είναι όταν ο ασθενής βλέπει θολά τα μακρινά σε αυτόν αντικείμενα. Συνήθως εμφανίζεται στην σχολική ηλικία, μπορεί όμως να υπάρχει και εκ γενετής. Πολλές φορές είναι κληρονομική, όπως όλες άλλωστε οι διαθλαστικές ανωμαλίες. Η εξέλιξή της δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί.
Θα καταλάβουμε ότι το παιδί μας αρχίζει να αναπτύσσει μυωπία όταν για να ξεχωρίσει μακρινά αντικείμενα, να διαβάσει στον πίνακα του σχολείου ή να δει τα κινούμενα σχέδια μισοκλείνει τα μάτια του ή τα σφίγγει. Η μυωπία συνήθως δεν δημιουργεί πονοκεφάλους και κόπωση.
Οι διαθλαστικές ανωμαλίες είναι η μυωπία, η υπερμετρωπία και ο αστιγματισμός.
Η μυωπία είναι όταν ο ασθενής βλέπει θολά τα μακρινά σε αυτόν αντικείμενα. Συνήθως εμφανίζεται στην σχολική ηλικία, μπορεί όμως να υπάρχει και εκ γενετής. Πολλές φορές είναι κληρονομική, όπως όλες άλλωστε οι διαθλαστικές ανωμαλίες. Η εξέλιξή της δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί.
Θα καταλάβουμε ότι το παιδί μας αρχίζει να αναπτύσσει μυωπία όταν για να ξεχωρίσει μακρινά αντικείμενα, να διαβάσει στον πίνακα του σχολείου ή να δει τα κινούμενα σχέδια μισοκλείνει τα μάτια του ή τα σφίγγει. Η μυωπία συνήθως δεν δημιουργεί πονοκεφάλους και κόπωση.
Η υπερμετρωπία που υπάρχει συνήθως στα μικρά παιδιά, είναι η δυσκολία να διακρίνει κανείς καθαρά τα κοντινά αντικείμενα. Το παιδί καταφέρνει εν τούτοις να έχει μία καλή όραση με ιδιαίτερη προσπάθεια για να εξουδετερώσει την υπερμετρωπία, κάνοντας προσαρμογή κατάλληλη στο φακό του. Μερικές όμως φορές η προσπάθεια αυτή δημιουργεί τον λεγόμενο προσαρμοστικό στραβισμό.
Ο αστιγματισμός οφείλεται στη διαφορετική διάθλαση που υφίστανται οι ακτίνες, καθώς διαπερνούν τον κερατοειδή, ο οποίος έχει ανωμαλία στην κατασκευή της καμπυλότητάς του. Έτσι, οι ακτίνες του φωτός εστιάζουν σε διαφορετικά σημεία του αμφιβληστροειδούς. Επειδή ο αστιγματισμός είναι ζήτημα κατασκευής του κερατοειδούς συνήθως υπάρχει από τη γέννηση και οι μεταβολές του είναι μικρές. Αν δεν διορθωθεί έγκαιρα προκαλεί πονοκεφάλους, ερεθισμούς και βάρος στα μάτια.
Όλες οι διαθλαστικές ανωμαλίες διαπιστώνονται από τον οφθαλμίατρο και αντιμετωπίζονται ανάλογα με την ηλικία και τις ανάγκες του παιδιού. Στις μικρές ηλικίες διορθώνονται με γυαλιά και αργότερα με φακούς επαφής ή με μόνιμες επεμβάσεις στον κερατοειδή με laser.
Αμβλυωπία (τεμπέλικο μάτι)
Είναι η κατάσταση στην οποία παρατηρείται κακή ή μειωμένη όραση, στο ένα ή και στα δύο μάτια, ακόμη και μετά τη θεραπεία των διαφόρων αιτίων που την προκάλεσαν, ή την εφαρμογή κατ;aλλhλων διορθωτικών γυαλιών.
Οφείλεται στην ελλιπή ανάπτυξη και τελειοποίηση της οπτικής οδού. Το μάτι δεν έμαθε να βλέπει στην σωστή ηλικία. Η θεραπεία της αμβλυωπίας είναι μακρά και απαιτεί υπομονή από τον μικρό ασθενή και τους γονείς του. Το σημαντικότερο όμως είναι να διαγνωσθεί εγκαίρως όταν ακόμη υπάρχουν χρονικά περιθώρια διορθώσεως της όρασης, γιατί μετά τα 6 έως 7 χρόνια αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο ή και ακατόρθωτο να γίνει.iatronet.gr
Οφείλεται στην ελλιπή ανάπτυξη και τελειοποίηση της οπτικής οδού. Το μάτι δεν έμαθε να βλέπει στην σωστή ηλικία. Η θεραπεία της αμβλυωπίας είναι μακρά και απαιτεί υπομονή από τον μικρό ασθενή και τους γονείς του. Το σημαντικότερο όμως είναι να διαγνωσθεί εγκαίρως όταν ακόμη υπάρχουν χρονικά περιθώρια διορθώσεως της όρασης, γιατί μετά τα 6 έως 7 χρόνια αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο ή και ακατόρθωτο να γίνει.iatronet.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου